Spread the love


Τον γύρο του διαδικτύου κάνει μία φωτογραφία που δείχνει έναν άνδρα να κρατά στα χέρια του ένα μεγάλο ψάρι-κυπρίνο βάρους 10 κιλών.

Πρόκειται για τον κ. Γιάννη Ιωάννου, αθλητή του ΑΣΕΑ Ιωαννίνων, ο οποίος πήγε για ψάρεμα στη λίμνη Παμβώτιδα και ψάρεψε αυτόν τον τεράστιο κυπρίνο.

Όπως δήλωσε ο ίδιος, στο epirus-tv-news.gr, στη λίμνη των Ιωαννίνων κατά το παρελθόν έχουν αλιευθεί ψάρια με ανάλογο αλλά και μεγαλύτερο βάρος.

Δείτε πληροφορίες για το ψάρι κυπρίνος στο Wikipedia.org

Το 2015 επίσης άλλος ένα Γιαννιώτης ψαράς έπιασε ένα μεγάλο ψάρι.

Έτριβε τα μάτια του να βεβαιωθεί ότι αυτό που βλέπει είναι αλήθεια.

Ένα γιγάντιο μπίκ χεντ( big head carp), βάρους 42,4 κιλών έπιασε, ο Γιαννιώτης ψαράς, Γιώργος Κίτσιος, στη λίμνη Παμβώτιδα των Ιωαννίνων. Το ψάρι-γίγας πιάστηκε την περασμένη Κυριακή στην ακτή Μιαούλη και όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, αποτέλεσε έκπληξη για τους περαστικούς που εκείνη την ώρα περνούσαν από το σημείο, οι οποίοι δεν έχασαν την ευκαιρία να απαθανατίσουν με τα κινητά τους τηλέφωνα το σπάνιο γεγονός.

Η ξεχωριστή αυτή ψαριά, αποδεικνύει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι στο λιμναίο οικοσύστημα της Παμβώτιδας, υπάρχει ένα πλούσιο απόθεμα ψαριών…

Δείτε πληροφορίες για το big head carp στο Wikipedia.org

 

Πληροφορίες για την Λίμνη των Ιωαννίνων (Παμβώτιδα)

 

Η κακοτράχαλη επιφάνεια της Ηπείρου δεν αφήνει εδαφικά περιθώρια για τη δημιουργία μεγάλων λιμνών. Λίγες μόνο διασχίζουν την περιοχή, κυριότερη από τις οποίες είναι η Παμβώτιδα, η γνωστή ως «Λίμνη των Ιωαννίνων», στην ομώνυμη πεδιάδα. Ανάμεσα στις τόσες άλλες ομορφιές των Ιωαννίνων είναι και θρυλική Λίμνη με το όμορφο νησάκι της για την πόλη των Ιωαννίνων η λίμνη είναι ένα πραγματικό στολίδι και μια πηγή ζωής για τους ψαράδες.

Υδρολογία

Η λίμνη των Ιωαννίνων ή Παμβώτιδα είναι τοποθετημένη μεταξύ της πόλης των Ιωαννίνων και του όρους Μιτσικέλι. Καταλαμβάνει τη λεκάνη που διαμορφώνεται στο οροπέδιο των Ιωαννίνων, στο ύψος 480 μ. Το υπόστρωμα της λεκάνης είναι, ως επί το πλείστον, ασβεστούχο με πυριτικά συστατικά.

Το κύριο κλιματικό χαρακτηριστικό της Ηπείρου είναι οι μεγάλες βροχοπτώσεις. Απ’ αυτή την άποψη, η ηπειρωτική περιοχή κατέχει πανελλήνιο ρεκόρ. Σε ορισμένα σημεία της Βόρειας Πίνδου το ύψος βροχής φτάνει ή υπερπηδά τα 2.000 χιλιοστόμετρα. Τα Ιωάννινα έχουν υδάτινη στήλη 1,195 χιλιοστών (έχουν βροχοπτώσεις τετραπλάσιες των Αθηνών, όπου 384 χιλιοστά). Το φαινόμενο οφείλεται στο γεγονός ότι την περιοχή σαρώνουν νότιοι, νοτιοδυτικοί και δυτικοί άνεμοι, που προέρχονται από τη θάλασσα. Οι άνεμοι αυτοί προσκρούουν στην τραχειά ράχη της Πίνδου και, όπως είναι φορτωμένοι με υδρατμούς, -τούς κατακρημνίζουν πάνω στη γη της Ηπείρου σε μορφή ραγδαίας βροχής.

Ακόμη τα νερά της προέρχονται από πολλές πηγές, που αναβρύζουν στους πρόποδες του όρους Μιτσικέλι. Κυριότερες απ’ αυτές είναι η Ντραμπάτοβα, ό Σεντενίκος και η Κρυά. Οι πηγές αυτές προσφέρουν άφθονα νερά. Και θα ξεχείλιζε η Παμβώτιδα, αν τα νερά δεν διοχετεύονταν με έναν ορμητικό αύλακα σε μιαν άλλη, μικρότερη λίμνη, με πολλά έλη, τη Λαψίστα, που υπήρχε βόρεια της πόλης των Ιωαννίνων. Η λίμνη Λαψίστα έχει στραγγιχτεί προ 75 ετών με τεχνητή αποχέτευση των υδάτων της στον ποταμό Καλαμά, για να δόση από τότε 35.000 στρέμματα που βρίσκονται στο Κέντρο του δυτικού Τμήματος του κάμπου των Ιωαννίνων για καλλιέργεια.

Και πάλι όμως τα πλεονάζοντα νερά της λίμνης Παμβώτιδας απορροφούνται από «καταβόθρες» (καρστικές διαφυγές) που βρίσκονται στις θέσεις Βεϊνίκοβα και Πρωτόπαπα. Παραμένει άγνωστο, που αναβλύζουν πάλι αυτά τα υπόγεια νερά. Το πιθανότερο είναι ότι τροφοδοτούν το Λούρο και τον Καλαμά.

Αποτέλεσμα όλων των φαινομένων που αναφέραμε είναι η  ανανέωση των νερών της λίμνης να γίνεται σε χρονικό διάστημα 9,9 μήνες.

Συχνά δε η στάθμη της λίμνης ανεβαίνει εξ αιτίας των βροχοπτώσεων, απειλώντας με υπερχείλιση τις γύρω περιοχές όπως έγινε και στις 2 Ιανουαρίου του 2006.

Στο βορειοανατολικό μέρος της λίμνης των Ιωαννίνων, ένα μικρό νησί που ονομάζεται Νήσος είναι τοποθετημένο με ένα μικρό χωριό. Αυτό το χωριό, με περίπου 480 κατοίκους, είναι μια κοινότητα ψαράδων που εκμεταλλεύονται από κοινού τη λίμνη.

Στα Ιωάννινα, ο υγρός όγκος της Παμβώτιδας λίμνης μειώνει την κλιματική τραχύτητα και η μέση θερμοκρασία του Ιανουαρίου είναι 5,1οC, του δε Αυγούστου 24,6οC. Οι χιονοπτώσεις όμως είναι άφθονες. Όχι σπάνια στους αυχένες των βουνών το χιόνι υπερβαίνει τα 2 μ. και ολόκληρες περιοχές με πολυάριθμους οικισμούς επί πολλές ημέρες αποκλείονται τελείως.

Η λίμνη πάγωσε το 1879, το 1888-1899, το 1928, το 1958 και το 1992 και κάποιες άλλες φορές τα τελευταία χρόνια και πολλοί τολμηροί έσπευσαν να κάνουν πάνω της τη βόλτα τους ή ποδήλατο αψηφώντας τους κινδύνους. Ακόμη οι κάτοικοι του νησιού πήγαιναν στο νησί με τα πόδια ή με ποδήλατα.

Επιπλέον, η λίμνη συμβάλλει στην ανάπτυξη τουριστικών δραστηριοτήτων και είναι ιδανική θέση για τον ελεύθερο χρόνο. Επιπλέον, αποτελεί κέντρο διεξαγωγής διεθνών αθλητικών διοργανώσεων, όπως σκι, κωπηλασία, καγιάκ-κανό κ.α.

 

Υδρογραφικά στοιχεία

Το βάθος της φθάνει τα 11 μέτρα (μεταξύ βουνού και νησιού) και έχει 33 χιλιόμετρα περίμετρο. Το μεγαλύτερο πλάτος της είναι 5 χλμ, μήκος 7,5 χλμ και επιφάνεια 23 τ. χλμ. Η λεκάνη απορροής της λίμνης καταλαμβάνει έκταση περίπου 355 τετραγωνικών χιλιομέτρων, με υψηλότερο σημείο τα 1810 μέτρα. Το πλεονάζον νερό της λίμνης υπερχειλίζει και μέσω τάφρου, που βρίσκεται στην περιοχή του Περάματος, οδηγείται στον ποταμό Καλαμά. Ο μέσος όρος ανανέωσης των νερών της λίμνης υπολογίζεται σε 9,9 μήνες.

 

Αποτελεί ένα πολύ σημαντικό οικοσύστημα, αφού περιλαμβάνει μια τεράστια ποικιλία ειδών από την χλωρίδα, την ιχθυοπανίδα και την ορνιθοπανίδα, καθώς και πολλά αμφίβια.

Χλωρίδα

Η βλάστηση της λίμνης αποτελείται, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, από ελόβια και κατά μικρότερο από υδρόβια είδη. Στη λίμνη υπάρχουν 64 είδη και υποείδη υδροβίων και υγρόφιλων φυτών. Εύκολα διακρίνεται το καλάμι, το ψαθί, το νεράτο και το νούφαρο. Οι ακτές της λίμνης και του νησιού καλύπτονται με τις πυκνές εκτενείς κοινότητες καλάμων. Η ζώνη καλάμων έχει ένα πλάτος 100 μ. Ειδικά στις βορειοανατολικές ακτές,  διαμορφώνεται μια ζώνη περίπου του πλάτους 100 μ που συντίθεται σχεδόν αποκλειστικά από καλάμια. Ο λόφος του νησιού είναι καλυμμένος με Μέλαινα Πεύκη. Επίσης κατά μήκος του δρόμου για το Μέτσοβο, υπάρχουν αρκετά δέντρα Μέλαινας Πεύκης.

Υχθυοπανίδα

Η λίμνη είναι σπουδαία πηγή ζωής για την πόλη και η αλιευτική της εκμετάλλευση έχει συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής. Περίπου σαράντα οικογένειες των ψαράδων ζουν αποκλειστικά από την αλιεία, η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της απαίτησης για τα ψάρια στην περιοχή.

Η λίμνη κατά το παρελθόν διέθετε 3 μόνο είδη ψαριών: τις τσίμες, τα μαρίτσια και τους τηλιανούς. Αφθονούσαν επίσης τα χέλια και οι καραβίδες. Από το 1920 έχει εμπλουτιστεί, σταδιακά, με νέα είδη όπως ο κυπρίνος, το γλανήδι, τα φυτοφάγα είδη κυπρίνων, ο κέφαλος.

Σήμερα άφθονο αλίευμα υπάρχει στη λίμνη όπου συναντώνται 12 είδη ψαριών, όπως ο κυπρίνος, το γληνί, η δρομίτσα, η τσίμα, ο κέφαλος, χέλια (καθαρόχελα), καραβίδες, τυλιανοί, που το ψάρεμά τους γίνεται με καμάκια, δίχτυα, πυροφάνια, ή μέσα σε βιβάρια, που κατασκευάζονται από καλαμωτές.

Ορνιθοπανίδα

Η λίμνη αποτελεί ένα πολύ σημαντικό οικοσύστημα και η παρόχθια ζώνη βλάστησής της είναι πολύ σημαντική για τα πουλιά, ειδικά για τα υδρόβια πουλιά. Πάνω από 30 είδη πτηνών, υδρόβια και παρυδάτια, υπάρχουν στη λίμνη. Πολλά από αυτά φωλιάζουν, ξεχειμωνιάζουν ή διέρχονται κατά τη χειμερινή περίοδο. Υπάρχουν ερωδιοί, πελαργοί, βουτηχτάρια, μπεκατσίνια, αγριόκυκνοι, κορμοράνοι, πάπιες, σουβλόπαπιες, φαλαρίδες και γλάροι.

Αμφίβια και Ερπετά

Οκτώ είδη συναντώνται στη λίμνη (μεταξύ τους τον βάτραχο, τον τρίτωνα, τη νεροχελώνα και το νερόφιδο).

Θηλαστικά

Η βίδρα, είδος που σπανίζει, παρατηρείται στη λίμνη.

Τα νερά όμως της λίμνης είναι γλυκά και όχι αρμυρά, και τούτο προς διάψευση του γνωστού δίστιχου:

Χίλια καντάρια ζάχαρη ρίξετε μέσ’ στη λίμνη,

για να γλυκάνει το νερό, να πιει η κυρά Φροσύνη.

Το σύντομο τούτο τραγούδι αναφέρεται σε ένα από τα αναρίθμητα τραγικά επεισόδια της Ιστορίας της λίμνης των Ιωαννίνων, έστω και αν τα πιο πολλά μάς είναι άγνωστα.

Η λίμνη διευκολύνει και την αεροπορική σύνδεση των Ιωαννίνων με την υπόλοιπη Ελλάδα καθ’ ότι με υδροπλάνα συνδέονται τα Ιωάννινα με την Κέρκυρα και τους Παξούς.

Γεωλογικό – ανθρωπολογικό ιστορικό

Για το σχηματισμό της λίμνης έχει διατυπωθεί η άποψη, ότι ανάγεται σε πολύ παλαιούς χρόνους. Έχουν παρατηρηθεί στο ασβεστούχο υπέδαφος του αποξηραμένου έλους της Λαψίστας, που βρίσκεται βόρεια της λίμνης, υδρόβιοι οργανισμοί και μαλάκια των γλυκών νερών, εναποθηκεύσεις της άλλοτε ενιαίας λίμνης, που μαρτυρούν ένα πολύ παλαιό σχηματισμό της λίμνης, όπως και οι λίμνες της Κεντρικής Ευρώπης.

Οι πρόσφατες έρευνες της Αρχαιολογικής και Ανθρωπολογικής Σχολής του Καίμπριτζ πρόσφεραν καινούργια στοιχεία. Με την ανασκαφή μίας παλαιολιθικής σπηλιάς στους δυτικούς πρόποδες του λόφου της Καστρίτσας στα νότια της λίμνης, διαπιστώθηκε στο στόμιο της σπηλιάς, ένα στρώμα αμμουδιάς, από λιμναία χαλίκια, άμμο και στρείδια γλυκών νερών κα ενώ η εσωτερική επιφάνεια του βράχου ήταν τραχιά, η εξωτερική ήταν λεία, από τη μηχανική ενέργεια των κυμάτων της λίμνης. Το στρώμα αυτό χρονολογήθηκε με ραδιοάνθρακα C14 στα 20.800 (+/-810) χρόνια από σήμερα. Δύο παρόμοιες στρώσεις διαπιστώθηκαν και σε βαθύτερα στρώματα, μεταξύ 6 και 13 μέτρων, που χρονολογούνται 20.000 – 26.001 χρόνια από σήμερα.

Επειδή επάνω από τις τρεις στρώσεις της αμμουδιάς παρατηρήθηκαν ίχνη ανθρώπινης εγκατάστασης (λίθινα εργαλεία, άνθρακες, κόκαλα, υπολείμματα τροφής) προκύπτει ότι τρεις φορές υψώθηκε η στάθμη της λίμνης κατά 3,20 μέτρα τουλάχιστο στην περίοδο 26.000 – 20.000 χρόνια από σήμερα, και τα νερά της έφτασαν ως την είσοδο της σπηλιάς, και τρεις φορές αποσύρθηκαν και επέτρεψαν την εγκατάσταση του παλαιολιθικού κυνηγού μέσα στη σπηλιά.

Στην εποχή αυτή που συμπίπτει με κάποια έξαρση του ψύχους και με τη μεγαλύτερη εξάπλωση των παγετώνων στην Ευρώπη (Wurm III) επικράτησαν, φαίνεται, στην Ήπειρο βροχερές κλιματολογικές συνθήκες, που διατάραξαν αισθητά την υδρολογική ισορροπία της λίμνης και προκάλεσαν ανύψωση της στάθμης περισσότερο από 3 μέτρα. Η αύξηση τούτη είναι σημαντική, αν λάβουμε υπόψη, ότι το μέσο σημερινό βάθος της λίμνης είναι 4 – 5 μέτρα, το δε μέγιστο 11 μέτρα, και ότι μία μεγαλύτερη χαμηλή έκταση βρισκόταν τότε κάτω από το νερό.

Στις περιόδους αυτές, το έλος της Λαψίστας μαζί με τη σημερινή λίμνη, ήταν μία ενιαία και μεγάλη λίμνη. Ολόκληρη η πεδιάδα ως τους πρόποδες των βουνών και των λόφων, μεταξύ Κατσικάς, Καστρίτσας, Λογγάδων, Περάματος, Ασφάκας, Ροδοτοπίου είχε καλυφθεί από τα νερά. Τούτο επιβεβαιώνεται και από άλλες γεωλογικές παρατηρήσεις: βόρεια των Ιωαννίνων, ένα μεσοπαλαιολιθικό στρώμα αργιλικό, με λίθινα εργαλεία της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής (50.000 – 40.000 π.Χ.) μπαίνει απευθείας στο αλλουβιακό στρώμα της λίμνης.

Με τη λήξη της παγετωνικής περιόδου (γύρω στα 8.500 π.Χ.) και την έναρξη των νεοθερμικών χρόνων, και ίσως ύστερα από ένα σύντομο επεισόδιο κατακλυσμιαίων βροχών, που μπορεί να διέσωσε η αρχαία παράδοση στο μύθο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, η λίμνη φαίνεται ότι επανήλθε στην ισοστατική της κατάσταση. Τούτο μπορεί να υποστηριχθεί και από τις ανασκαφές στον προϊστορικό συνοικισμό της Kαστρίτσας, βόρεια του χωριού, που έφεραν στο φως ευρήματα προϊστορικού συνοικισμού σε βάθος 3 – 4 μέτρων από τη σημερινή επιφάνεια, που φτάνουν ως τη Μέση Νεολιθική περίοδο (5η χιλιετηρίδα π.Χ.). Τούτο σημαίνει ότι η λίμνη την εποχή εκείνη δεν έφτανε ως το χώρο του προϊστορικού συνοικισμού, που μόλις 2 – 3 μέτρα υπερέχει από την επιφάνεια της λίμνης.

Η στάθμη της επηρεάζεται ασφαλώς από την ποσότητα των ετησίων βροχών και την αποχετευτική ικανότητα που έχουν οι καταβόθρες που βρίσκονται στις νότιες όχθες της λίμνης, στις ρίζες του ασβεστολιθικού βουνού της Kαστρίτσας και στα βορειοδυτικά του λεκανοπεδίου βόρεια του Ροδοτοπίου, απ’ όπου τα πλεονάζοντα νερά της διοχετεύονται στον Καλαμά.

Παλαιότερα όμως, σε χρόνια μεγάλου όμβρου, η στάθμη της λίμνης ανερχόταν αισθητά. Σε μία ενθύμηση αναφέρεται, ότι το έτος 1864 – 1865 τα νερά υψώθηκαν τόσο πολύ από τις βροχές, που πλημμύρισαν τα παραλίμνια σπίτια και το νερό έφτασε ως μία πιθαμή στη Μητρόπολη.

Το κλίμα του λεκανοπεδίου είναι ηπειρωτικό, με μέση θερμοκρασία τον Ιανουάριο 6ο C περίπου. Συχνά η ήρεμη επιφάνεια της λίμνης αναταράζεται ως το βυθό της από τη βιαιότητα του βοριά. Τα κύματα τότε φτάνουν ως τη κορφή των δένδρων και σπάζουν στους βράχους του Κάστρου. Από το βαρύ κρύο παγώνουν καμιά φορά τα νερά και σχηματίζουν επάνω στα δέντρα χείμαρρους από κρυσταλλωμένους μανδύες.



Spread the love