Η Στέλλα Πούλου έχει πληρώσει με την στέρηση της αυστραλιανής υπηκοότητας την αριστερή της δράση
Η Στέλλα Πούλου υπήρξε μία από τους χιλιάδες μετανάστες που για χρόνια στερήθηκαν την αυστραλιανή υπηκοότητα εξαιτίας των αριστερών τους φρονημάτων και της αγωνιστικής τους δράσης.
Στη φωτογραφία ενώ μιλά σε συγκέντρωση του Εργατικού Συνδέσμου «Άτλας» (Atlas League) του Σίδνεϊ, που υπήρξε για την Στέλλα σημείο αναφοράς για την αγωνιστική της δράση
Πρόκειται για το σύνολο γυναικών και ανδρών που με την εργατικότητα και τις ιδέες τους βοήθησαν να χτιστεί η πολυπολιτισμική εικόνα της Αυστραλίας όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Στα μάτια, ωστόσο, των Aρχών της περιόδου 1950-1970 οι άνθρωποι αυτοί αποτελούσαν απειλή για την εθνική ασφάλεια της χώρας, ενώ οι διαφορετικές αντιλήψεις τους μίασμα για τον κοινωνικό ιστό ενός κατ’ εξοχήν αγγλοσαξονικού κράτους.
Στο πλαίσιο της αυστραλιανής μεταναστευτικής πολιτικής κατά τη διάρκεια του «Ψυχρού Πολέμου», όσοι από τους νεοφερμένους προέρχονταν από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ή είχαν οποιαδήποτε σύνδεση με το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά ακόμη και όσοι παρουσίαζαν απλώς ενεργό συνδικαλιστική δράση, ανήκαν στην κατηγορία των «Ανεπιθύμητων Αυστραλών».
Όπως αποκάλυψε έρευνα της SBS, τα ονόματα χιλιάδων ύποπτων μεταναστών –σε μεγάλο ποσοστό μάλιστα Ελλήνων– βρέθηκαν στα κατάστιχα της μυστικής υπηρεσίας ASIO ως στόχοι πολυετούς παρακολούθησης.
Η εκπομπή «Unwanted Australians» έφερε στο φως της δημοσιότητας τις συστηματικές πρακτικές άδικης μεταχείρισης των Αρχών απέναντί τους, που περιελάμβαναν από καταγραφή των κινήσεων και επαφών τους έως και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, προσωρινή κράτηση και στέρηση της υπηκοότητας επί δεκαετίες ολόκληρες.
Σύμφωνα με τις δημοσιογράφους Kristina Kukolja και Lindsey Arkley, που επιμελήθηκαν την έρευνα, τα μέχρι πρόσφατα απόρρητα αρχεία του ASIO και του Υπουργείου Μετανάστευσης υποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε κάποια εγκληματική δράση εκ μέρους των μεταναστών που να δικαιολογεί τη μεροληπτική στάση των Αρχών εναντίον τους.
Ακόμη πιο παράλογη φαντάζει η άρνηση πολιτογράφησής τους, δεδομένου ότι διέμεναν στη χώρα επί σειράν ετών και πληρούσαν όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις.
Πίσω από τα δυσμενή μέτρα που ελήφθησαν σε βάρος των «Ανεπιθύμητων Αυστραλών» με το συνεπακόλουθο ανθρώπινο κόστος δεν βρισκόταν κάποια άλλη αιτία πέρα από το αγωνιστικό πνεύμα και τις αριστερές πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Στην περίπτωση της Στέλλας, ωστόσο, υπήρχε ένας ακόμη λόγος που θα στεκόταν εμπόδιο στις προσωπικές και επαγγελματικές της επιδιώξεις: το γεγονός ότι ήταν γένους θηλυκού.
Τα παιδικά της χρόνια υπήρξαν καθοριστικά για τη μετέπειτα πορεία της, καθώς έμελλαν να τη διδάξουν στην πράξη τα ύψιστα αγαθά της κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας, ενώ αν υποθέσουμε ότι το ψυχικό σθένος περνάει από γενιά σε γενιά, το μόνο σίγουρο είναι ότι η Στέλλα κληρονόμησε αυτή την ιδιότητα από την μητέρα της.
Έχοντας χάσει δύο παιδιά στη βρεφική τους ηλικία, αλλά και τον σύζυγό της, η Κατίνα Λύκου ήταν αποφασισμένη να δώσει στην μοναχοκόρη της Στέλλα, την καλύτερη δυνατή μόρφωση ως το μοναδικό εφόδιο που θα μπορούσε να της εξασφαλίσει ελευθερία και ανεξαρτησία στη μελλοντική της ζωή.
Επρόκειτο για ένα διόλου εύκολο εγχείρημα μέσα στο συντηρητικό περιβάλλον της ελληνικής κοινότητας της Αιγύπτου τη δεκαετία του ’30.
Προκειμένου να εξοικονομήσει τα προς το ζην, η Κατίνα νοίκιαζε κάποια από τα δωμάτια του σπιτιού τους στην πόλη του Πορτ Σάιντ, έφτιαχνε δικά της προϊόντα στο σπίτι, ενώ σε περιόδους ανάγκης πωλούσε πολύτιμα κοσμήματα και οικογενειακά κειμήλια.
Από τη μεριά της, η Στέλλα, βρισκόταν αντιμέτωπη με τη ρετσινιά του «ορφανού» –όπως συχνά την αποκαλούσαν οι συμμαθητές της– αλλά και την έλλειψη στήριξης από ορισμένους δασκάλους της εποχής που σε κάθε ευκαιρία φρόντιζαν να της επισημάνουν ότι η μόρφωση δεν είναι γυναικεία υπόθεση, αν και η ίδια φαινόταν να τους διαψεύδει με τις σχολικές της επιδόσεις.
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της κόρης της Στέλλας, Marina Saunders, για τις συνθήκες υπό τις οποίες μεγάλωνε η μητέρα της.
«Είχε πλήρη αντίληψη του τι σήμαινε να βρίσκεσαι σε μια οικογένεια χωρίς προστάτη. Δεν υπήρχαν επιδόματα πρόνοιας για γυναίκες, οπότε έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να τα βγάλουν πέρα.Την μεταχειρίζονταν διαφορετικά, πρώτα απ’ όλα επειδή ήταν ορφανή. Η μητέρα της είχε φίλες που κι αυτές ήταν χήρες και εργάζονταν, παρά το γεγονός ότι θεωρείτο υποτιμητικό για τις γυναίκες εκείνα τα χρόνια».
Το πολιτικό σκηνικό της εποχής εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επίσης, δεν βοηθούσε ιδιαίτερα, με το Πορτ Σάιντ, ως βρετανική ναυτική βάση, να βρίσκεται στο στόχαστρο των ναζιστών.
Το 1942, μάλιστα, η Στέλλα έδινε τις τελικές της εξετάσεις στο σχολείο όταν σειρά ανηλεών βομβαρδισμών από γερμανικά αεροσκάφη κατέστρεψαν ολοσχερώς το κτίριο όπου στεγαζόταν η οικογένεια.
Τίποτε από όλα αυτά, ωστόσο, δεν κατάφερε να «λυγίσει» την επιμονή της. Αποφοιτώντας με άριστους βαθμούς και μιλώντας άπταιστα πέντε γλώσσες, η Στέλλα κέρδισε επάξια μια καλοπληρωμένη θέση στο γραφείο του Βρετανικού Εμπορικού Ναυτικού.
Παράλληλα, είχε ήδη αναπτύξει αγωνιστική δράση ως μέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), κινήματος που είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στον αντιστασιακό αγώνα κατά των ιταλογερμανικών κατακτητικών δυνάμεων στην Ελλάδα και αντιτασσόταν στην επιστροφή στην εξουσία του βασιλιά Γεωργίου Β’ και της φιλοδεξιάς εξόριστης τότε κυβέρνησης.
Όπως φάνηκε, όμως, η αριστερή ιδεολογία της Στέλλας δεν ήταν κάτι που οι βρετανικές Αρχές εκτίμησαν ιδιαίτερα όταν έπεσε στην αντίληψή τους.
Η ακόλουθη απόλυσή της από το γραφείο του Εμπορικού Ναυτικού, ήταν αιτία να μάθει από νωρίς τη διπλή πηγή των διακρίσεων εναντίον της: την αριστερή της δράση και την ιδιότητά της ως γυναίκα.
Ενδεικτικό είναι το λιτό σημείωμα που συνόδευε την απόλυσή της: «Οι υπηρεσίες [της] δεν κρίνονται πλέον απαραίτητες. Αντικαθίσταται από άνδρα υπάλληλο».
Εξαιτίας της συμμετοχής της στο κίνημα, η Στέλλα καταδικάστηκε σε φυλάκιση οκτώ μηνών, μαζί με άλλους υποστηρικτές του ΕΑΜ, μεταξύ αυτών και ο Κον Παπανικόλας, με τον οποίο παντρεύτηκε μετά την αποφυλάκισή της και απέκτησε την κόρη της Marina Saunders.
Αποζητώντας ένα καλύτερο μέλλον για την κόρη τους, αποφάσισαν να ακολουθήσουν το δρόμο της μετανάστευσης στην Αυστραλία, με τον Κον να φθάνει πρώτος εδώ το 1951.
Όταν μετά από δεκαοκτώ μήνες ακολούθησαν η Στέλλα με τη Marina, ήταν πλέον φανερό ότι το ζευγάρι είχε αποξενωθεί, με αποτέλεσμα ο γάμος τους να έρθει σύντομα στο τέλος του.
Η Στέλλα βρισκόταν στο Σίδνεϊ, ξένη ανάμεσα σε ξένους, μητέρα ενός τρίχρονου παιδιού, χωρίς καμία υποστήριξη από τον πρώην σύζυγό της ή το κράτος, ενώ η πιθανότητα να γυρίσει πίσω σε μια κοινωνία όπου το διαζύγιο θεωρείτο η έσχατη ντροπή, ήταν εκτός συζήτησης.
Καταφύγιο για την 29χρονη έμελλε να αποτελέσει ο αριστερός Ελληνικός Εργατικός Σύνδεσμος «Άτλας» (Atlas League), όπου βρήκε ανθρώπους με κοινές αξίες και σκοπό. Σύντομα μάλιστα μετά την άφιξή της, εξελέγη γραμματέας της διοικούσας επιτροπής.
Η προσήλωσή της στον αγώνα για τα δικαιώματα των μεταναστών και το γεγονός ότι ήταν από τις λίγες γυναίκες μέλη του Συνδέσμου που γνώριζαν τόσο καλά την Αγγλική, καθιστούσαν τη συνεισφορά της ανεκτίμητη. Από μεταφράσεις εγγράφων έως και βοήθεια για εύρεση εργασίας ή κατοικίας, η Στέλλα βρισκόταν πάντοτε στη διάθεση οποιασδήποτε γυναίκας χρειαζόταν στήριξη.
Ένας από τους συντρόφους της στην επιτροπή, ο Steve Mavrantonis, κάνει λόγο για έναν άνθρωπο που ξεχώριζε για τη δυναμική προσωπικότητα, την αστείρευτη ενέργεια αλλά και την ευθύτητά της.
«Αν είχες κάποια διαφωνία με την Στέλλα, ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Επρόκειτο για μια γυναίκα που έλεγε ξεκάθαρα την άποψή της».
Εν τω μεταξύ, τα μέλη του Atlas League ως κομμουνιστές ή φίλα προσκείμενοι στο Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστραλίας βρίσκονταν στο στόχαστρο του ASIO, αλλά και του ειδικού τμήματος της Αστυνομίας της Πολιτείας.
Η Marina Saunders θυμάται με υπερηφάνεια την πρώτη συνάντηση της μητέρας της με τον αρχηγό της Αστυνομίας Fred Longbottom, που την επισκέφθηκε στο διαμέρισμά τους το 1956, πριν από μια προκαθορισμένη συνάντηση στον «Άτλαντα» για την αυτοδιάθεση της Κύπρου.
«Προσπάθησε να την αποθαρρύνει από το να συμμετάσχει και να μιλήσει στη συνάντηση και αυτή με ευγένεια, αλλά κοφτά, απάντησε ότι θα τον έβλεπε στη συγκέντρωση […] Και τα επόμενα χρόνια όταν παρευρισκόταν σε άλλες συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες, έβλεπε τον Longbottom, αναγνώριζαν ο ένας τον άλλον και επομένως ήξερε ότι την παρακολουθούσαν. Όμως, παρ’ όλα αυτά, συνέχιζε να κάνει αυτό που ήθελε»
Την πρώτη της αίτηση για χορήγηση υπηκοότητας την κατέθεσε έξι περίπου χρόνια από την άφιξή της στην Αυστραλία και λίγο μετά το δεύτερο γάμο της με τον Βλάσση Βογιατζόπουλο, επίσης μετανάστη, τον οποίο είχε γνωρίσει στον Σύνδεσμο.
Η απάντηση έφτασε λίγους μήνες αργότερα, χωρίς πολλές εξηγήσεις με την επιστολή να αναφέρει απλώς ότι η αίτηση δεν είχε εγκριθεί.
Tο κόστος της άρνησης πολιτογράφησης ήταν διπλό για την Στέλλα, με τις επιπτώσεις εμφανείς τόσο στην ψυχική όσο και στη σωματική της υγεία, καθώς υπέφερε από χρόνια ελκώδη κολίτιδα, που επιδεινώθηκε σημαντικά λόγω του στρες που της προκαλούσαν οι συνεχείς απορρίψεις των αιτήσεων.
«Δεν απολάμβανε την «ομπρέλα» προστασίας που προσφέρει η ιδιότητα του πολίτη. Και πιστεύω ότι γι’ αυτό το λόγο ποτέ της δεν αισθάνθηκε ασφαλής στην Αυστραλία. Ένιωθε ευάλωτη» εξηγεί η κόρη της Marina.
Παρά την κατάσταση της υγείας της, η Στέλλα δεν παραιτήθηκε στιγμή από την ενεργό πολιτική δράση. Τασσόταν δημόσια ενάντια στις δεξιόφρονες ελληνικές κυβερνήσεις, υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των Αβοριγίνων και μαχόταν υπέρ του πυρηνικού αφοπλισμού, ενώ υποστήριζε ανελλιπώς τις εργαζόμενες γυναίκες και ιδιαίτερα τις μετανάστριες.
Σύμφωνα με την κόρη της, η μη δυνατότητα εξόδου από τη χώρα, στέρησε από την μητέρα της την ευκαιρία να επιτύχει ακόμη περισσότερα στην ακτιβιστική της δράση.
«Φοβόταν ότι δεν θα της επιτρεπόταν να επιστρέψει στην Αυστραλία. Είχε προταθεί ως εκπρόσωπος της Αυστραλίας σε διάφορα διεθνή συνέδρια και δεν πήγε σε κανένα. Αυτό πιθανότατα επηρέασε τη δυνατότητά της για περαιτέρω επιμόρφωση και προσωπική εξέλιξη και επομένως την ικανότητά της να προσφέρει ακόμη περισσότερα εάν είχε την ευκαιρία να παραβρεθεί στα συνέδρια».
Η άνοδος του Εργατικού Κόμματος στην εξουσία αναζωπύρωσε τις ελπίδες της Στέλλας για την αναγνώρισή της ως πολίτη και στη νέα της αυτή προσπάθειά ήταν αποφασισμένη να επιτύχει.
Την αίτησή της συνόδευε ιατρική γνωμάτευση που έκανε λόγο για τη χειροτέρευση της υγείας της, μια συστατική επιστολή από τον Jim Kaldis, συντάκτη της εφημερίδας «Hellenic Herald», αλλά και ένα γράμμα που απηύθυνε στον βουλευτή των Εργατικών, Jim Cope.
«[…] αισθάνομαι και πιστεύω ότι η Αυστραλία είναι η χώρα μου και νιώθω πως είμαι κομμάτι αυτού του λαού» έγραφε στον Cope, εξηγώντας την ελπίδα της ότι η Εργατική κυβέρνηση θα έβαζε ένα τέλος στις διακρίσεις εναντίον της.
Παρά το γεγονός ότι η πιο πρόσφατη αναφορά του ASIO χαρακτήριζε την Στέλλα «ενεργό μέλος» του νεοσύστατου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αυστραλίας (με τα περισσότερα μέλη να προέρχονται από το Κομμουνιστικό Κόμμα) ο υπουργός Μετανάστευσης, Al Grasby, έκανε δεκτή την αίτησή της, απόφαση που συμφωνούσε με την κυβερνητική πολιτική των νεοεκλεγμένων Εργατικών.
Σε τελετή που έλαβε χώρα στο Σίδνεϊ στις 10 Οκτώβρη του 1973, ακριβώς δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη της αίτηση, η 50χρονη τότε Στέλλα μαζί με τον σύζυγό της Βλάσση έγιναν επιτέλους Αυστραλοί πολίτες.
Μιλώντας για τη σημαδιακή αυτή ημέρα, η Marina εξομολογείται ότι δεν γνωρίζει αν η μητέρα της, η οποία και απεβίωσε το 2012, θα ήθελε πραγματικά μια επίσημη απολογία για τους μετανάστες που τιμωρήθηκαν ως αποτέλεσμα των πολιτικών τους φρονημάτων.
Αντί δημόσιας συγγνώμης, η κόρη της Στέλλας πιστεύει ότι σε αυτούς τους ανθρώπους αρμόζει μια δημόσια αναγνώριση της συνεισφοράς τους.
«Η μητέρα μου απεβίωσε και νομίζω θα ήταν πολύ αργά γι’ αυτήν, όμως πιστεύω ότι αντί για συγγνώμη θα ταίριαζε περισσότερο για τους ανθρώπους που εργάστηκαν συλλογικά γι’ αυτή τη χώρα, μια αναγνώριση της συνεισφοράς τους. Μιλώντας εκ μέρους της μητέρας μου, ξέρω ότι δεν ήταν από αυτούς που αποζητούσαν διακρίσεις και επαίνους. Ήθελε απλώς να συμβάλλει σε μια αλλαγή προς το καλύτερο.»
Από το neoskosmos.com