Μια γλαφυρή περιγραφή της Πάτρας, η οποία την ενέπνευσε για το τελευταίο της βιβλίο κάνει στον Guardian η Βικτόρια Χίσλοπ. «Είναι μια πόλη που αντιπροσωπεύει τα άκρα της Ελλάδας αλλά και το υποβόσκων χάος», γράφει και περιγράφει τις δύο επισκέψεις της στην αχαϊκή πρωτεύουσα.
«Οταν επισκέφθηκα την Πάτρα για πρώτη φορά ένιωσα μπερδεμένη», γράφει αρχικά η συγγραφέας τονίζοντας ότι τότε, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδος στερείται γοητείας. «Πού ήταν τα παραθαλάσσια εστιατόρια που περίμενα, το φρούριο του 6ου αιώνα και το μουσείο;», αναρωτιέται και σημειώνει ότι οι δυο εικόνες που έμειναν στη μνήμη της από εκείνη την πρώτη επίσκεψή της στην Πάτρα ήταν αυτή «ενός κιτς ξενοδοχείου σε στιλ κάστρου» το οποίο παρομοιάζει, μάλιστα με μια εφιαλτική, εγκαταλελειμμένη Disneyland. Η δεύτερη ήταν αυτή ενός θλιβερού φέρι μπόουτ στο λιμάνι.
Στη δεύτερη επίσκεψη της συγγραφέως όλα, όμως, φαίνεται να άλλαξαν: «Οταν ξαναπήγα πέρυσι, ωστόσο, ανακάλυψα την άλλη πλευρά της πόλης. Στην Πάτρα, όπως σε πολλές ελληνικές πόλεις, η ομορφιά πηγαίνει μαζί με την εγκατάλειψη».
Και εξηγεί: «Για να αγαπήσεις την Ελλάδα, πρέπει να αγκαλιάσεις πάρα να απογοητευτείς από το χάος που χαρακτηρίζει τα υπό κατάρρευση αρχοντικά, τα μαύρα πανιά στα παράθυρά τους που ανεμίζουν στο αεράκι. Αυτά τα κτίρια είναι πένθιμα, δραματικά, υπό κατάρρευση και περιμένουν να… σωθούν αλλά ακόμη και έτσι δίνουν το στίγμα τους και προσθέτουν στη συναρπαστική υφή της πόλης».
Η συγγραφέας αναφέρει ακόμη ότι ενώ την πρώτη φορά είχε πάει στην Πάτρα από την Αθήνα μέσω της εθνικής Αθηνών-Κορίνθου, τη δεύτερη πήγε από την απέναντι πλευρά και έφτασε περνώντας τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου. «Ηταν μια από τις ομορφότερες γέφυρες που έχω δει ποτέ μου» γράφει προσθέτοντας ότι όταν είναι φωτισμένη, τα βράδια, είναι ακόμη πιο όμορφη. «Φτιάχτηκε έγκαιρα για τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004 και είναι μια από τις εντυπωσιακότερες κληρονομιές από εκείνη την εποχή».
@Shutterstock
@Wikipedia
Στη συνέχεια η Βικτόρα Χίσλοπ περιγράφει τη… νυχτερινή μαγεία της αχαϊκής πρωτεύουσας:«Ισως είναι καλύτερο αν φθάσει κανείς στην Πάτρα βράδυ, όταν όλα είναι φωταγωγημένα και οι δρόμοι και οι πλατείες γεμάτα κόσμο, που κάνουν τη βόλτα τους. Η Πάτρα έχει επίσης πολλούς φοιτητές κάτι που προσθέτει στη ζωντάνια της (καθώς και το γεγονός ότι μπαρ και εστιατόρια διατηρούν τις τιμές τους χαμηλές). Τη νύχτα η τεράστια κεντρική πλατεία, η Πλατεία Γεωργίου, έχει μια μαγεία και μια τρέλα», λέει και περιγράφει γλαφυρά της εικόνα της κεντρικής πλατείας της Πάτρας: «Πρόκειται για μια τεράστια έκταση με λείο και λαμπερό μάρμαρο την οποία πλαισιώνει ένα μείγμα πολυκατοικιών του 1970 με αρχοντικά του 19ου αιώνα και ένα από τα ομορφότερα κτίρια στην Ελλάδα: Το εξαιρετικό Θέατρο Απόλλων του 19ου αιώνα που σχεδιάστηκε από τον Ερνέστο Τσίλερ. Σεισμοί κατά καιρούς έχουν προκαλέσει ζημιές σε κτίρια της Πάτρια και η επιβίωση αυτού του κοσμήματος στο κέντρο της πόλης μοιάζει με θαύμα. Ενα απόγευμα που ήμουν εκεί, έβγαινε κόσμος μετά από μια παράσταση και έτσι πήγα να δω το εσωτερικό του με το χρυσό και από κόκκινο βελούδο διάκοσμο, και τα πέντε ξύλινα επίπεδα που σχηματίζουν ένα κομψό συμμετρικό κουκούλι».
@Shutterstock@Shutterstock
Το θέατρο του Τσίλερ, όμως, δεν ήταν το μόνο κτίριο στην Πάτρα που εντυπωσίασε την συγγραφέα: «Υπάρχει και ένα άλλο κτίριο το οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ. Σε απόσταση λίγων λεπτών με τα πόδια από το κέντρο βρίσκεται η μεγαλύτερη εκκλησία στην Ελλάδα, ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ανδρέα. Εγκαινιάστηκε το 1974 και ακόμη και σήμερα εκθαμβωτικό λευκό εξωτερικό του είναι αφιερωμένο στον άγιο που μαρτύρησε στην Πάτρα. Τα λείψανά του βρίσκονται εκεί, μαζί με ένα μεγάλο τμήμα του σταυρού στον οποίο σταυρώθηκε. Συνήθως όταν κανείς επισκέπτεται εκκλησίες μεσογειακών χωρών πηγαίνει από το φως στο σκοτάδι, αλλά εδώ τα μάτια μου έπρεπε να προσαρμοστούν στην φωτεινότητα του εσωτερικού της εκκλησίας, όχι στη γαλήνη: Είναι θεαματικά πολύχρωμο και αισιόδοξο, γεμάτο εικόνες όχι μόνο αγίων αλλά και της φύσης. Ολα είναι υπερβολικά (συμπεριλαμβανομένου και του πέντε μέτρων χρυσού σταυρού) αλλά η χαρούμενη επιτήδευσή του κυριολεκτικά με γοήτευσε. Ακουγόταν ένα επαναλαμβανόμενος ψαλμός ο οποίος διεκόπη μόνο από το χτύπο ενός κινητού και την απάντηση του κατόχου του. Το γήινο και το θεϊκό φάνηκε να συναντώνται σε αυτό το χώρο. Η εκκλησία δεν είναι απλά μια γιγαντιαία λειψανοθήκη. Είναι ένας ζωντανός χώρος που αναπνέει, με συνοχή ροή ντόπιων που πηγαινοέρχονται με τα ψώνια τους στο χέρι, φιλούν τις εικόνες και αφήνουν γραπτές σημειώσεις στον ιερέα, μαζί με επισκέπτες που θαυμάζουν την τέχνη στο θόλο του ναού. Ολο το κτίριο είναι μια χαρούμενη γιορτή της ζωής».
@Shutterstock
@Wikimedia Commons
Εν τέλει η συγγραφέας βρήκε και τα ρωμαϊκά ερείπια αλλά και το μουσείο της Πάτρας: «Στο τέλος βρήκα τα ρωμαϊκά ερείπια που περίμενα όπως και το θαυμάσιο αρχαιολογικό μουσεία και ακόμη αρκετές εκλεκτές βυζαντινές εκκλησίες. Τα αμέτρητα καφέ και μπαρ κοντά στο κέντρο και στη θάλασσα ήταν επίσης δελεαστικά. Το Απτάλικο σερβίρει φανταστική σύγχρονη ελληνική κουζίνα και το αγαπημένο μου μέρος για καφέ είναι το Discover Your Way, ένα μοντέρνο καφέ μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο όπου μπορείτε να διαβάσετε ή να χρησιμοποιήσετε τα λαπ-τοπ σας».
@Shutterstock@Wikimedia Commons
Και καταλήγει με τη δική της, ιδιαίτερη περιγραφή για την Πάτρα: «Είναι μια πόλη που αντιπροσωπεύει τα άκρα της Ελλάδας αλλά και το υποβόσκων χάος, την αντίθεση της ομορφιάς και της ασχήμιας, του πανέμορφου και του κοσμικού, μια ατελείωτη πηγή έμπνευσης και γοητείας».
«Δεν είμαι βέβαιη ότι το τελευταίο μου βιβλίο, «Καρτ Ποστάλς» θα υπήρχε χωρίς την Πάτρα», σημειώνει.