Spread the love


Πρώτη φορά συνάντησα τη Ζωή Λάσκαρη το 1998, εντελώς τυχαία.

Ηταν στην αυλή του αρχοντικού της Πλάκας που ανήκει στον δικηγόρο Στρατή Στρατήγη.

Κατέφθασε με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο επιβλητική, προκλητική και ντυμένη στα λευκά. Εσβησαν όλα γύρω μας όταν η Ζωή Λάσκαρη άρχισε να μιλάει και να γελάει με έναν πλούσιο κελαριστό ήχο. Επιανε το ποτήρι με τα μακριά δάχτυλά της σαν να ακουμπούσε πλήκτρα πιάνου, το έφερνε στα χείλη της σαν να το φιλούσε. Ηταν γεννημένη ντίβα η Λάσκαρη.

Ηταν η χρονιά που ο Δημήτρης Αβραμόπουλος θέλησε να εντάξει τη Ζωή Λάσκαρη στο δημοτικό ψηφοδέλτιό του στον Δήμο της Αθήνας και ανέλαβα να την πείσω. Και μόνο το όνομά της σήμαινε εξασφαλισμένη επιτυχία. Η Λάσκαρη γνώριζε καλά την Αθήνα, τους κατοίκους και τα προβλήματα της πρωτεύουσας. Περπατούσε ώρες στο κέντρο, από το Κολωνάκι ως την Κωσταντινουπόλεως, είχε φίλους παντού, όλοι σταματούσαν στο πέρασμά της και γνώριζε ιδιοκτήτες καταστημάτων, βέρους Αθηναίους θαμώνες, τύπους λαϊκούς και μπουρζουά, σαλόνια και καταγώγια.

Η φίλη της Μίκι Μπρούνι μας παραχώρησε το ισόγειο που σήμερα στεγάζει το Emporio Armani και στήσαμε ένα προεκλογικό κέντρο. Γέμισε αμέσως από εθελοντές-θαυμαστές που μοίραζαν φυλλάδια και κονκάρδες. Ηταν η πρώτη φορά που η Ζωή Λάσκαρη ριχνόταν στην πολιτική και είχε παθιαστεί. Το γέλιο της αντηχούσε στην οδό Μιλιώνη πριν ακόμη εμφανιστεί στο γραφείο με τις θηριώδεις αφίσες της.

Τα καλλιτεχνικά δεν την ενδιέφεραν, ήθελε μια Αθήνα πιο καθαρή και πειθαρχημένη, με αντανακλαστικά μεγαλούπολης. Είχε πάθος με την καθαριότητα, γι’αυτό ντυνόταν συνήθως στα λευκά. Ο Λυκουρέζος παρακολουθούσε την περιπέτεια χαμογελαστός, κάθε απόφαση της Λάσκαρη, όσο εκκεντρική κι αν ήταν, τον έβρισκε σύμφωνο.

Βγήκε φυσικά από τους πρώτους στη λίστα. Εγκατέλειψε την προσπάθεια λίγο αργότερα, όταν το όραμά της για την ενεργό πολιτική συγκρούστηκε με την καθημερινή διαχείριση.

Η Λάσκαρη συζητούσε μόνο πολιτικά. Γνώριζε προσωπικά τους περισσότερους πολιτικούς, την ιστορία και την προσωπική τους ζωή, χάρη στο τεράστιο δίκτυο του Αλέξανδρου Λυκουρέζου. Προσέγγιζε ωστόσο τα διάσημα πρόσωπα με αφ’υψηλού απλότητα και χτυπήματα ντιρέκτ. Λάτρευε να προκαλεί τον διάσημο δικηγόρο σύζυγό της ρίχνοντας μια θανάσιμη σπόντα στον πολιτικό που τους είχε καλέσει και ίσως παρεξηγούσε την ειλικρίνειά της. Δήλωνε αντικομμουνίστρια και το πρόσωπό της σκλήρυνε όταν μιλούσε για τα θύματα που είχε η οικογένειά της στον εμφύλιο. Εκτιμούσε πρόσωπα και όχι κομματικές ταμπέλες, ήταν φιλελεύθερη αλλά μιλούσε τρυφερά για τον Ανδρέα Παπανδρέου. «Αστους να πάρουν το μάθημα για να ξελυσσάξουν» έλεγε για τους Ελληνες που ψήφισαν τον Τσίπρα.

Δεν της άρεσε να εκπροσωπεί το παρελθόν, κομμάτιαζε το παρόν άπληστα. Υπερκινητική και ζωντανή μέχρι υπερβολής, διασκέδαζε τα βράδια έως αργά και ξεκινούσε την ημέρα νωρίς, για να μη χάσει καμιά ευκαιρία. Τον χειμώνα στο Salon de bricolage, το καλοκαίρι στο Abrevoir, τα στέκια της ήταν μετρημένα. Της άρεσε όμως να τρενάρει ως τα ξημερώματα στα μισοσκότεινα στενά του Βοτανικού, πίσω από το θέατρό της, όταν έβγαινε για φαγητό, μετά την παράσταση. Δεν άγγιζε το πιάτο της, άνοιγε συνέχεια την ασημένια κασετίνα και κάπνιζε τα κινγκ σάιζ τσιγάρα της με μοναδική κομψότητα. Ντυμένη άλλοτε με ανδρόγυνα κοστούμια Armani, άλλοτε με διαφάνειες τύπου Μάρλεν Ντίτριχ και υπερβολικά μακριά σκουλαρίκια, η Λάσκαρη βρισκόταν διαρκώς στη σκηνή που εκείνη έπλαθε για τον εαυτό της. Είχαν μηδενικές πιθανότητες ανταγωνισμού όσοι έμεναν σκυθρωποί ή σιωπηλοί στο τραπέζι.

Την απασχολούσε έντονα η σωτηρία της ψυχής, όπως έλεγε, και προκαλούσε όσους ορθολογιστές συνομιλητές της αμφισβητούσαν το Θείο. Μιλούσε ευλαβικά για τον πνευματικό και εξομολογητή της στο Πόρτο Ράφτη, οι αμαρτίες ήταν πίσω της αλλά ίσως την βάρυναν ακόμη.

Σπάνια σχολίαζε τα χρυσά χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου και τις παλιές δόξες. Ελάχιστες φορές συζητούσε για συμπρωταγωνιστές της όπως η Μάρθα Καραγιάννη ή ο Κώστας Βουτσάς, με τους οποίους δεν είχε σχέσεις. Ακόμη λιγότερο μιλούσε για τα χρόνια με τον Τόλη Βοσκόπουλο, η σελίδα είχε γυρίσει. Φευγαλέες ήταν οι αναφορές στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, παρότι υπήρξε φίλη της επί χρόνια -αν και ποτέ δεν μπόρεσα να διαπιστώσω, ανάμεσα στις λέξεις, αν αγάπησε πραγματικά ή μίσησε την αντίπαλό της. Κάποια λόγια που της ξέφευγαν για τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ αποδείκνυαν ότι είχαν εξομολογηθεί τα πάντα η μία στην άλλη.

Αλλά όσο σπάνιες κι αν ήταν οι αναδρομές, οι κουβέντες με την Λάσκαρη για τον κινηματογράφο του ’60 ζωντάνευαν μοναδικά μια άλλη Αθήνα. Οπως στην ταινία «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», όταν οι καμπάνες χτυπούν μεσάνυχτα και όλα αλλάζουν μαγικά, μεταφέρονται στη χρυσή εποχή του ’20. Εμφανίζονται ο Κόουλ Πόρτερ, η Ζοζεφίν Μπέικερ, το ζεύγος Φιτζέραλντ και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ να πίνουν και να χορεύουν στα παρισινά καμπαρέ.

Η Ζωή Λάσκαρη είχε δεκάδες γνωριμίες, αλλά ελάχιστους πραγματικούς φίλους. Η μοναδική ηθοποιός με την οποία διατήρησε στενή φιλία ήταν η Νόνικα Γαληνέα. Πρόσφατα πάρτι ή δείπνα -με την Λάσκαρη και τη Γαληνέα μαζί- θύμιζαν κινηματογράφο του ’60, τις χρυσές εποχές της Αθήνας, όταν οι άνθρωποι είχαν ακόμη καλούς τρόπους και η προσωπική τους ζωή έκρυβε μυστικά και τρομερές περιπέτειες. Γυναίκες που θα λάτρευε όχι ο Δαλιανίδης αλλά ο Φελίνι, τόσο οι δύο κυρίες διακρίνονταν από γενναιόδωρη αρχοντιά και αστείρευτες αναμνήσεις. Ανάμεσα στις δύο γυναίκες δεν υπήρχε ίχνος ανταγωνισμού -χορτασμένες και οι δύο από τη ζωή- τις συνέδεαν οι διηγήσεις για τον Αλέκο Αλεξανδράκη, πάντα παρόντα στα χείλη της Νόνικα Γαληνέα. Ραφινάτες, αστές αλλά και περπατημένες, γυναίκες όπως δεν γίνονται πια στην Ελλάδα.

Της Ζωής Λάσκαρη της άρεσε να ακούει πως όταν εμφανιζόταν στο πανί όλα τα πρόσωπα θάμπωναν γύρω της. Ηθελε να της λένε ότι η σιλουέτα, η φωνή της, το απίστευτο ταμπεραμέντο της, η εμβληματική ομορφιά της δεν είχαν ανταγωνισμό. Ως το τέλος της άρεσε να φλερτάρει με όσους βρίσκονταν συγχρόνως στο τραπέζι, τολμηρή και εξωστρεφής, αληθινή βιρτουόζα στο ξεμυάλισμα ανδρών και γυναικών. Ο Λυκουρέζος, πάντα παρών, παρακολουθούσε στωικά, συχνά αναστέναζε δήθεν ενοχλημένα, απολαμβάνοντας κατά βάθος το φλογερό ταμπεραμέντο, την τσαχπινιά και την μοναδική αγάπη για την ζωή της Λάσκαρη.

Κατά βάθος η Ζωή Λάσκαρη λυπόταν που οι αισθητικές επεμβάσεις είχαν αλλάξει το πρόσωπο που όλοι οι Ελληνες έμαθαν να λατρεύουν στις μαυρόασπρες ταινίες. Το θέμα ήταν ταμπού και κανείς στη συντροφιά δεν έμπαινε στην περιπέτεια να σχολιάσει το παραμικρό. Η ίδια ωστόσο μιλούσε με άνεση για τις δυσανεξίες, τα προβλήματα υγείας.

Διατηρούσε την υπέροχη σιλουέτα και το μοναδικό βάδισμα της νεότητας ως τα 73 της. Τα ξανθά μαλλιά της αλλοιώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, η τελευταία εικόνα ήταν τα ολόλευκα κοντοκουρεμένα «καρφάκια», αλλά το βλέμμα πετούσε φλόγες, το σώμα της διψούσε για περιπέτειες, και ο νους της αναζητούσε συνεχώς προκλήσεις. Τα βήματά της στο σανίδι, στην τελευταία της παράσταση στο θέατρο Ζωή Λάσκαρη, δεν είχαν την παλιά ελαφράδα αλλά διέκρινες την ωριμότητα της ντίβας που ποθούσε να αποδείξει ότι δεν της αξίζει μόνο ο ρόλος της ωραίας.

Η ύστερη Λάσκαρη που είχα την τύχη να γνωρίσω -και οι πραγματικοί φίλοι της θρηνούν γιατί χάθηκε τόσο νωρίς- ήταν πιο καθηλωτική απ’ό,τι στο παρελθόν.



Spread the love