Μετά τα κρούσματα ιλαράς στην Ελλάδα οι γιατροί κάνουν λόγο για επιδημική έξαρση στη χώρα και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, τονίζοντας πως θα πρέπει να πραγματοποιείται ο εμβολιασμός.
Η χθεσινή οδηγία του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), ορίζει ότι, σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, παιδιά, έφηβοι και ενήλικες που έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν ιστορικό ιλαράς πρέπει να είναι εμβολιασμένοι με 2 δόσεις εμβολίου για την ιλαρά ώστε να θεωρηθούν θωρακισμένοι έναντι της νόσου.
Το εμβόλιο συνιστάται να γίνεται υποδόρια σε δυο δόσεις. Σε ό,τι αφορά τα παιδιά η γενική οδηγία είναι πως πρέπει να γίνεται σε ηλικία 12-15 μηνών και 4-6 ετών. Ωστόσο, σε περιπτώσεις επιδημικής έξαρσης ή επιδημίας της ιλαράς, όπως η τρέχουσα και στην Ελλάδα, οι οδηγίες αλλάζουν: ο εμβολιασμός του παιδικού πληθυσμού πρέπει να γίνεται σε ηλικία 12 μηνών και τότε χρειάζεται επανεμβολιασμός με το MMR στην ηλικία των 15 μηνών.
Επιπλέον, το εμβόλιο πρέπει να κάνουν και οι έφηβοι που πιθανόν έχουν λάβει μόνο μία δόση αλλά και όλοι όσοι έχουν γεννηθεί μετά το 1970 καθώς εκείνη τη δεκαετία κυκλοφόρησε το εμβόλιο και είναι πιθανόν να μην έχουν εμβολιαστεί με αυτό ή να μην έχουν νοσήσει με ιλαρά, οπότε δεν έχουν ανοσία.
Στην Ελλάδα, το εμβόλιο ιλαράς άρχισε να κυκλοφορεί στο εμπόριο στις αρχές της δεκαετίας του 1970, εντάχθηκε στο Εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών το 1981 και το 1989 εντάχθηκε ως τριπλό εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (MMR). Το 1991 καθιερώθηκε η 2η δόση του MMR σε ηλικία 11-12 ετών και από το 1999 αυτή γίνεται σε ηλικία 4-6 ετών.
Το εμβόλιο εξασφαλίζει μακρόχρονη ανοσία και έχει βρεθεί ότι σε παιδιά που εμβολιάστηκαν σε ηλικία 15 μηνών αυτή ανέρχεται σε ποσοστό 98% ενώ αν εμβολιάστηκαν σε ηλικία 12 μηνών το ποσοστό είναι 95%. Τα περισσότερα από τα παιδιά που δεν ανέπτυξαν αντισώματα μετά την πρώτη δόση, ανταποκρίνονται με τη δεύτερη δόση, ώστε 99% των εμβολιασθέντων με δυο δόσεις παιδιών παρουσιάζουν αντισωματική απάντηση ενδεικτική ανοσίας στην ιλαρά.