Ναι, εμείς οι Έλληνες Γκαγκαβούζοι βρισκόμαστε ακόμα στην Αυστραλία καθώς και στη Βοστόνη των ΗΠΑ.
Είμαστε διάσπαρτοι και σε δεκάδες χωριά της Ελλάδας, στην Άνω και Κάτω Οινόη, στη Λεπτή, στον Πύργο, στο Θούριο, στο Αμμόβουνο, στον Κέραμο, στον Βάλτο, όλα της περιφέρειας Νέας Ορεστιάδας. Θα μας συναντήσεις, ακόμα στο Ρήγιο, στο Ευγενικό, στη Σαύρα Διδυμοτείχου, στην Καλλίστη Κομοτηνής, στα Χρυσοχώραφα Σερρών και στον Άι Θανάση Θεσσαλονίκης.
Εκτός αυτών που πολιτογραφήθηκαν με το στανιό Βούλγαροι, θα μας βρεις σήμερα και σε παράκτιες πόλεις του Ευξείνου Πόντου. Κυρίως, όμως, θα εκπλαγείς αν βρεθείς στο Komrat, την πρωτεύουσά τους, στην αυτόνομη περιοχή Νότιας Μολδαβίας, πέρα από τον Δούναβη, στα όρια της Βεσσαραβίας.
Ένας λαός, μια φυλή άγνωστη σε πολλούς. Εύσωμοι άνδρες, νοικοκυραίοι, φιλόξενοι και περήφανοι, αλλά και πεισματάρηδες σαν θεριά. Αλίμονο αν θίξεις την τιμή και την υπόληψή τους, «φίδι που σε δάγκωσε».
Οι γυναίκες, τα κορίτσια τους, με τις παραδοσιακές φορεσιές τους, όμορφες και δυνατές, φέρνουν στο νου σου τις Αμαζόνες, τις Καρυάτιδες. Μπαίνοντας στην πόλη τους, θα δεις μια τεράστια επιγραφή να σου λέει: «Καλώς ήλθατε στην Γκαγκαβουζία. Από εδώ και πέρα αρχίζει η γη των Γκαγκαβούζηδων».
Ίδια φορεσιά, ίδιοι θρακιώτικοι χοροί και μουσικές, απαράλλακτα ήθη και έθιμα μ’ εμάς τούς Ελλαδίτες Γκαγκαβούζους. Σημαντικό -και άκρως συγκινητικό-, ν’ ακούς ξαφνικά από Γκαγκαβούζους Μολδαβούς, ιστορίες που, σου είναι ήδη γνωστές και τραγούδια μιας αδιευκρίνιστης, παλαιάς εποχής που τραγουδούσαν κι οι δικοί μας πρόγονοι.
Η συγκίνηση μέσα σου, γίνεται τράνταγμα, σεισμός. Μια βοή σού ‘ρχεται στ’ αυτιά, σαν κλαγγή όπλων και πολεμικές ιαχές με χιλιάδες φωνές απ’ τα βάθη των αιώνων… Ολοφάνερο σημάδι ότι, οι πρόγονοί μας πριν αιώνες ζούσαν σε κοινή πατρίδα, κοινή «κοιτίδα», όπως όλες οι φυλές του κόσμου.
Όμως τώρα;
Αμείλικτα τα ερωτήματα. Ποιοι ήμασταν, από πού προερχόμαστε; Πώς και γιατί χάθηκε η άκρη τού νήματος, η Ατλαντίδα μας;
Ούτε μπορεί κάποιος να ισχυριστεί, ότι το Komrat της Μολδαβίας, ήταν και παραμένει αρχική κοιτίδα, σημείο αναφοράς απ’ όπου ξεκίνησαν και κατέληξαν στη Θράκη και τη Μικρά Ασία. Απεναντίας, συνέβη το αντίθετο, και αυτό αποδεικνύεται και καταγράφεται από την πρόσφατη ιστορία των ρωσοτουρκικών πολέμων και αυτού της Κριμαίας.
Μια φυλή, ένας ολόκληρος λαός κατακερματισμένος, καταφρονημένος, κυνηγημένος, κατακρεουργημένος, δίχως παρελθόν. Ακέφαλος, χωρίς προηγούμενο. Πουθενά, σε καμιά Ιστορία, σε κανένα βιβλίο δεν υπάρχει έστω και μια υποτυπώδης αναφορά που να πιστοποιεί την προηγούμενη ύπαρξή μας πάνω στη Γη και τη σχετική πορεία, πριν καταλήξουμε στη Θράκη και Μολδαβία. Μια ομοιότητα έχουμε με τους Μικρασιάτες Καραμανλήδες.
Όπως εμείς έτσι κι αυτοί, από κάποια βίαιη ιστορική συγκυρία, οι προπάτορές μας αναγκάστηκαν να ξεχάσουν την προαιώνια ελληνική γλώσσα και να μιλήσουν την Μογγολική που τους την επέβαλαν οι Δερβίσηδες και οι Γαζήδες του Σουλτάνου. Παρ’ όλα αυτά, οι βάρβαροι κατακτητές, εκείνο που δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεριζώσουν απ’ τις ψυχές τους, ήταν η αθάνατη ελληνική συνείδηση και η αδιάλειπτη πίστη τους στην Ορθοδοξία. Τα ιερά χριστιανικά βιβλία τους ήταν γραμμένα στην ελληνική γραφή αλλά σε τουρκική γλώσσα.
Ένα τέτοιο Ευαγγέλιο μαζί με άλλα παρόμοια βιβλία, έφεραν μαζί τους κι οι γονείς μου, όταν ξεριζώθηκαν απ’ την παλιά πατρίδα τους την Ανατολική Θράκη. Αυτό προπαντός, καθώς και η ακλόνητη πίστη τους στο Χριστό, τους έδωσαν δύναμη και ελπίδα να αντέξουν τα δεινά και τις κακουχίες όλων των προηγούμενων αιώνων και να μη χάσουν ολότελα, κυρίως, την ελληνική τους ταυτότητα. Αυτή, εξάλλου, ήταν η πυξίδα που τους οδήγησε αργότερα στην αγκαλιά της μητέρας Ελλάδας, μετά την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής.
«Το Μιλέτι μας (ο λαός μας), έχει μεγάλη δύναμη στο πλευρό του, που ποτέ δεν θα μας αφήσει να χαθούμε» έλεγαν με περηφάνια, υπονοώντας το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Παρ’ όλα αυτά, τα αρχικά ερωτηματικά εξακολουθούν να παραμένουν «γρίφος».
Πριν μερικά χρόνια, το θέμα απασχόλησε κι εμένα, πολύ έντονα μάλιστα. Μέρα-νύχτα έσπαζα το κεφάλι μου να βρω μια απάντηση στο ερώτημα, ώσπου μια μέρα, διαβάζοντας τη Βυζαντινή Ιστορία του Γιάννη Κορδάτου, ειδικά το κεφάλαιο που αναφέρεται στα πάθη των Παυλικιανών της Τεφρικής, σε κάποια χώρα πέρα από τη Συρία, αναφώνησα το «Εύρηκα-Εύρηκα».
Όπως καταγράφω στο πρώτο βιβλίο μου, οι ομογάλακτοι και ομόγλωσσοι Παυλικιανοί, ήταν λαός της Μικράς Ασίας, αποκομμένος και ξεχασμένος, πιθανόν από τότε που κατέρρευσε το αχανές ελληνικό κράτος του Μέγα Αλέξανδρου. Ακολουθούσαν την αρχαία χριστιανική πίστη, όπως την είχε διδάξει ο Ναζωραίος. Πλούσιοι ή φτωχοί μοιράζονταν μεταξύ τους αγαθά και υπάρχοντα και διήγαν απλή και ευτυχισμένη ζωή σέ κοινόβια, χωρίς ναούς και χρυσοποίκιλτα ιερατεία, τα οποία, θεωρούσαν κατάλοιπα ειδωλολατρίας.
Όταν, όμως, το 325 μ.Χ., οι άγιοι πατέρες καθιέρωσαν καινούργια δόγματα και κανόνες της Ορθοδοξίας, οι Παυλικιανοί -που δεν πείθονταν με αυτά- θεωρήθηκαν αιρετικοί και αναθεματίστηκαν από τον πατριάρχη. Το 772 μ.Χ., κινήθηκε εναντίον τους ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ και τούς διέλυσε. Πολλές χιλιάδες αιχμαλώτους τους έφερε και τους εγκατέστησε μεταξύ Πόλης και Ανδριανούπολης, για να τους επιτηρεί ο Πατριάρχης και να τους φέρει στον ίσιο μονόδρομο της Ορθοδοξίας. Με τον καιρό οι Παυλικιανοί άρχισαν να επανέρχονται στις εστίες τους γύρω από την Τεφρική, συνεχίζοντας τα ήθη κι έθιμα των προγόνων τους.
Όμως, στα χρόνια της εικονολάτρισσας Θεοδώρας, ποδοπατήθηκαν για δεύτερη φορά άγρια από τον στρατηγό της, Θεόκτιστο. Με τις ευλογίες του πατριάρχη Μεθοδίου, εκατό χιλιάδες γυναικόπαιδα σφάχτηκαν και όσοι γλύτωσαν σύρθηκαν στην ομηρία σε περιοχές της Θράκης. Οι περισσότεροι άνδρες, με αρχηγό τον Χαρβέα, διασώθηκαν, ζητώντας άσυλο από τον Εμίρη της Μελιτινής. Δυστυχώς, τη χαριστική βολή την δέχτηκαν το 872 μ.Χ., απ’ τον Βασίλειο, τον ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας, ο οποίος τους ξεπάτωσε κυριολεκτικά συθέμελα. Την πρωτεύουσά τους Τεφρική, την κατέστρεψε ολοσχερώς και τον γενναίο Χρυσίχειρα, τον αρχηγό τους, μετά από πείσμωνα μάχη τον αποκεφάλισε. Με το κεφάλι του στο χέρι, έφερε στην Πόλη, σιδηροδέσμιους όλους σχεδόν τους Παυλικιανούς. Τους εγκατέστησε στα παράλια της Ρωμανίας, ώστε να αποτελούν ζωντανό προπύργιο πάνω στο οποίο θα ξεθύμαιναν οι ορδές των σαυρομάτηδων πετσανέγκων, που λεηλατούσαν κάθε τόσο περιοχές του Βυζαντίου.
Αποκομμένοι, ακέφαλοι, μακριά απ’ την κοιτίδα τους, ήθελαν-δεν ήθελαν, υπέκυψαν στις υποδείξεις του Πατριαρχείου. Οι γενεές που ακολούθησαν, ξέχασαν, σιγά-σιγά, παντελώς ακόμα και τον τόπο προέλευσης των προγόνων τους.
Αναλογιζόμενος κανείς όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα, εύκολα μπορεί να δώσει μια απάντηση και μια εξήγηση στο πώς και το γιατί, χιλιάδες Γκαγκαβούζηδες βρέθηκαν διάσπαρτοι σε τόσες χώρες που προανέφερα. Φυσικά, τη φιλοσοφική αυτή σκέψη μου, δεν είμαι σε θέση να την τεκμηριώσω. Τη δουλειά αυτή την αφήνω στους κατοπινούς. Σε αυτούς που θα έχουν τα μέσα και τη διάθεση να το πράξουν, να ανακαλύψουν τον χαμένο «μίτο της Αριάδνης».
Στο σημείο αυτό, όμως, ας μου επιτραπεί να μνημονεύσω, με δύο λόγια, ένα άξιο τέκνο της φυλής μας που έφυγε πολύ νωρίς από κοντά μας.
«Εμείς οι Γκαγκαβούζοι». Έτσι τιτλοφορεί το μοναδικό αξιόλογο βιβλίο του, ο Χρήστος Κοζαρίδης. Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Νέας Ορεστιάδας Έβρου από Έλληνες Γκαγκαβούζους γονείς. Εκτός από διαπρεπής οδοντίατρος και οικογενειάρχης, ο αείμνηστος Χρήστος Κοζαρίδης, αναδείχτηκε και σε άριστο ιστορικό και ερευνητή. Στο επιστημονικά δομημένο πόνημά του, περιγράφει τεκμηριωμένες ιστορικές αλήθειες σχετικά μη τη διαδρομή υμών των Γκαγκαβούζηδων.
Στο τελευταίο διάστημα της ζωής του, αντί να κάνει διακοπές στη Θάσο, μοίραζε το χρόνο του μεταξύ Τουρκίας, Βουλγαρίας και Μολδαβίας, «ξεψαχνίζοντας» αρχεία και μαρτυρίες για να βρει την άκρη του νήματος.
Στη σημερινή Μολδαβία, η δυναμική παρουσία του το 1999 και οι γνωριμίες του εκεί, απέτρεψαν ουσιαστικά την προσπάθεια της τουρκικής προπαγάνδας να προσελκύσει και να προσεταιριστεί τους αδελφούς μας Γκαγκαβούζους, με το πρόσχημα, ότι έως σήμερα μιλούν μια παραφθαρμένη τουρκική διάλεκτο – που τους την επέβαλαν οι ίδιοι με φρικτά βασανιστήρια, διωγμούς και εκτοπίσεις. Φυσικά, αγνοούν παντελώς οι Τούρκοι ή εθελοτυφλούν μπροστά σε ιστορικά γεγονότα τα οποία προκάλεσαν και πρωτοστάτησαν οι ίδιοι. Ξεχνούν τον ξεσηκωμό του 1821 στη Μολδοβλαχία, τις μάχες στο Δραγατσάνι, στο Κιούπκοϊ, στο Σκουλένη και έως ψηλά στη μονή Σέκκου, όπου θυσιάστηκαν χιλιάδες Έλληνες μεταξύ των οποίων και εκατοντάδες Γκαγκαβούζοι της Θράκης. Δεν θέλουν να θυμηθούν τη νίλα και το πάθημά τους στο αμυντικό φρούριο κοντά στο Ρούσσε, στα όρια της Βεσσαραβίας.
Όπως περιγράφει στο βιβλίο του, ο αείμνηστος Χ. Κοζαρίδης, στον δεύτερο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1806-1812), το φρούριο αυτό -που το κατείχε και το υπερασπιζόταν σθεναρά τουρκική δύναμη υπό τον Αχμέτ Πασά-, δεν παραδινόταν με τίποτα στις ρωσικές δυνάμεις του Μιχαήλ Κουτουζόφ, που τους πολιορκούσε μήνες χωρίς αποτέλεσμα. Τότε, ο καπετάν Δημήτρης Βατικιώτης, με την άδεια του Κουτουζόφ, αφού οργάνωσε απόσπασμα έφιππων Γκαγκαβούζηδων με στολές και παραλλαγές, προσποιούμενους τουρκική δύναμη ενίσχυσης, κατάφερε την άλλη μέρα, να εισέλθει και να καταλύσει το απόρθητο κάστρο, μπρος στα έκπληκτα μάτια του Αχμέτ πασά και των Ρώσων.
Τι κρίμα για όλους μας που χάσαμε τον Χρήστο τόσο νωρίς και απροσδόκητα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να συγχαρώ θερμά τον δραστήριο και άοκνο πρώην αντιδήμαρχο Νέας Ορεστιάδας και πρόεδρο της Ένωσης Συλλόγων Παράδοσης και Δημιουργίας «Οι Γκαγκαβούζηδες», κ. Γιάννη Παπαδόπουλο. Αγαπητέ φίλε Γιάννη, σ’ ευχαριστώ που με κρατάς ενήμερο για την πρόοδο και τις δραστηριότητες των συλλόγων μας, εκεί ψηλά στον Έβρο. Το γεγονός ότι κατάφερες να δημιουργήσεις δίαυλο επικοινωνίας με τους αδελφούς μας στη Μολδαβία και με κοινές, εναλλάξ, πολιτιστικές εκδηλώσεις να πετύχετε περαιτέρω σύσφιξη σχέσεων των δύο κοινοτήτων, αποδεικνύει πόσο αξιέπαινος και δυναμικός είσαι. Εύγε σου…
Όσο για τα «γιατί» και τους καημούς σου, στο εγχειρίδιο που μου έστειλες, ένα έχω να σου ειπώ: Άφησε το αδιευκρίνιστο παρελθόν μας. Ατένισε με αισιοδοξία το μέλλον. Η ιστορία μας ξαναγράφεται απ’ τα παιδιά και τα εγγόνια μας, πάνω στην ελληνική ταυτότητά μας που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει.
«Μεμλεκέτι» και για το «Μιλέτι μας», ήταν, είναι και θα παραμείνει η Ελλάδα μας.
«Γιασιά Βενιζέλο πασιά, μπινέρτζιαν γιασιά…»
Του Τριαντάφυλλου Καπουκρανίδη από το neoskosmos.com