Συνεχίζεται η κόντρα που ξέσπασε ανάμεσα στην εφημερίδα Καθημερινή και τον πρώην υπουργό Παιδείας Αριστείδη Μπαλτά αναφορικά με τις καταγγελίες για την σύζυγό του.
Οπως γράφει η Καθημερινή και ο δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Ζούλας, ο κ.Μπαλτάς στην επιστολή του δεν έδωσε απάντηση σε τρία ερωτήματα και το μόνο που έκανε ήταν να αντεπιτεθεί ο ίδιος στα ΜΜΕ που αποκάλυψαν το θέμα, μιλώντας για… «fake news».
Ο κύριος Μπαλτάς, αφού σε ραδιοφωνική του συνέντευξη το μεσημέρι της Δευτέρας χαρακτήρισε «περιζήτητη» επαγγελματικά την σύζυγό του, προσθέτοντας πως όσα «φαίνονται» παράνομα στην πορεία της «έτυχαν» απλώς, επέλεξε να στείλει επιστολή προς την εφημερίδα «Καθημερινή», που αποκάλυψε το θέμα. Στην επιστολή του, την οποία κοινοποίησε προτού δημοσιευθεί στην εφημερίδα σε όλα τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, πραγματοποιεί ολομέτωπη επίθεση προς τον δημοσιογράφο Κωνσταντίνο Ζούλα που υπέγραψε το θέμα, αλλά αποφεύγει να δώσει επί της ουσίας απαντήσεις σε τρία καθοριστικά ζητήματα: Γιατί η ΚΤΥΠ δεν προσέβαλε στα δικαστήρια την μονιμοποίηση ενός συμβασιούχου, με ποια προσόντα, αν και άσχετο πτυχίο και μεταπτυχιακό, η σύζυγός του ανέλαβε διευθυντική θέση και μάλιστα επί ΣΥΡΙΖΑ και τρίτον, με ποιο σκεπτικό «αναγνωρίστηκε» το μεταπτυχιακό της ώστε να πάρει αύξηση, αν και είναι άσχετο με το αντικείμενο και άρα κάτι τέτοιο είναι εντελώς παράνομο.
Η απάντηση της Καθημερινής στην επιστολή Μπαλτά
Ο πρώην υπουργός Αρ. Μπαλτάς απαντώντας στο προχθεσινό σχόλιό μου, έστειλε μια επιστολή στην «Καθημερινή», αξιώνοντας -επικαλούμενος και το νόμο- να δημοσιευθεί αύριο.
Παράλληλα όμως έκανε και κάτι εξόχως σουρεαλιστικό. Δημοσιοποίησε ήδη από σήμερα την επιστολή του όχι μόνον στο ΑΠΕ, αλλά μέσω του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα ΜΜΕ !
Ακολουθώντας λοιπόν την δεοντολογία (όπως την αντιλαμβάνεται ο κ. Μπαλτάς) ιδού η… αυριανή μου απάντηση στην «Κ»
Κε Μπαλτά
Συγχωρέστε με που δεν θα απαντήσω στα υποτιμητικά σχόλιά σας -περί παραδημοσιογραφίας, fake news κλπ- αλλά το πράττω συνειδητά, διότι πέραν του ότι δεν έχω συνηθίσει να συνδιαλέγομαι με αυτόν τον τρόπο, δεν αντελήφθην στην επιστολή σας να διαψεύδεται στο παραμικρό το ρεπορτάζ μου.
Κι έτσι θα προτιμήσω να σας επαναλάβω 3 ερωτήματα τα οποία διετύπωσα και στο κείμενό μου και παραδόξως ξεχάσατε να απαντήσετε.
1. Πώς εξηγείτε εσείς ότι το ΔΣ της ΚΤΥΠ (που διόρισε ο ΣΥΡΙΖΑ) απεμπόλησε την εκ του νόμου υποχρέωσή του να προσβάλει δικαστικά την προσωρινή δικαίωση της συζύγου σας με συνέπεια αυτή να καταστεί αμετάκλητη;
2. Με ποια ακριβώς προσόντα η σύζυγός σας ανέλαβε μια τόσο σημαντική διευθυντική θέση (επι ΣΥΡΙΖΑ) -αυτή της διαχείρισης της Δημόσιας Ακίνητης Περιουσίας της ΚΤΥΠ- όταν το πτυχίο της ήταν εντελώς άσχετο (Πολιτικών Επιστημών); Για να καταλάβουν οι αναγνώστες πόσο αλλότριο είναι το βιογραφικό της συζύγου σας με τα νέα καθήκοντά της, αρκεί να επισημάνω ότι η προκάτοχός της είχε δύο απολύτως σχετικά με τη θέση της διπλώματα (Αρχιτέκτονα και Πολιτικού Μηχανικού).
3. Στην απάντησή σας, όμως, κ Μπαλτά περιέργως ξεχάσατε (ακόμη και να σχολιάσετε) το κυριότερο που ανέδειξα στο ρεπορτάζ μου. Οτι η σύζυγός σας διεκδίκησε και πήρε με εντελώς παράνομο τρόπο και αύξηση για τα νέα καθήκοντά της, καταθέτοντας ένα εντελώς άσχετο με τη θέση της μεταπτυχιακό (αυτό στην “Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας) το οποία κατά σύμπτωση διδάσκετε και εσείς στο ΕΜΠ. Και είναι παράνομο το επίδομα, διότι θα γνωρίζετε προφανώς κ Μπαλτά ότι ο νόμος 4354/2015 που το κόμμα σας ψήφισε, ορίζει ρητά στο άρθρο 9 ότι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών προωθούνται κατά δύο Μισθολογικά Κλιμάκια (όπως πέτυχε παρανόμως η σύζυγός σας) «μόνο όταν το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών είναι συναφές με το αντικείμενο απασχόλησης του υπαλλήλου, όπως προκύπτει από την προκήρυξη της θέσεως κατά την πλήρωση ή την περιγραφή της θέσης εργασίας από τον οργανισμό της Υπηρεσίας».
Κατά τα λοιπά κ. Μπαλτά ειλικρινά δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση σας. Διότι υποψιάζομαι πόσο αμήχανα πρέπει να αισθανθήκατε γράφοντας τη φράση «δανεισμός αορίστου χρόνου» για να αιτιολογήσετε αναδρομικά την εξόφθαλμα παράτυπη μονιμοποίηση της συζύγου σας στο Δημόσιο.
Στη συνέχεια του άρθρου ακολουθεί η επιστολή Μπαλτά