«Το βουνό δεν θέλει δύναμη, θέλει ψυχή» δηλώνει η Χριστίνα Φλαμπούρη μια από τις δυο μοναδικές Ελληνίδες που κατέκτησαν για πρώτη φορά την υψηλότερη κορυφή στην Αλάσκα, στο όρος Ντενάλι.
H Χριστίνα Φλαμπούρη (μέλος του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου Αχαρνών) κι η Βανέσα Αρχοντίδου (μέλος του Αθηναϊκού Ορειβατικού Συλλόγου) κατάφεραν να καρφώσουν την ελληνική σημαία στις 4 Ιουλίου σε μια από τις 7 υψηλότερες κορυφές του κόσμου, σε ένα από τα δυσκολότερα βουνά στον κόσμο λόγω των ιδιαίτερα χαμηλών θερμοκρασιών και των τεχνικών δυσκολιών.
Όπως λέει η 29χρονη Χριστίνα, την όπλισαν η αγάπη της για τα βουνά, αλλά κυρίως το πείσμα της κι η θέλησή της να ξεπεράσει τους φόβους της, τα ύψη. «Όσο κι αν ακούγεται περίεργο όλα ξεκίνησαν επειδή φοβόμουν τα ύψη και σε μια προσπάθειά μου για αναρρίχηση τα είχα πάει χάλια. Τότε αποφάσισα να μην το βάλω κάτω. Εδώ και τρία χρόνια ασχολούμαι με την ορειβασία κι όχι επαγγελματικά. Είμαι ιδιωτική υπάλληλος και παράλληλα σπουδάζω για το δεύτερο πτυχίο μου, στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Χρειάζεται να έχεις επιμονή, να αγαπάς αυτό που κάνεις, να δουλέψεις και να έχεις πειθαρχία για την προετοιμασία. Και βέβαια να κάνεις θυσίες κι οικονομίες για να συγκεντρώσεις τα χρήματα».
Αν και η Χριστίνα λίγους μήνες πριν ξεκινήσει το τολμηρό εγχείρημά της αντιμετώπισε έναν σοβαρό τραυματισμό, δεν σταμάτησε. «Το Ντενάλι (Denali) σε αξιολόγηση των 7 υψηλότερων κορυφών σε κάθε ήπειρο κι είναι στην ίδια κατηγορία σε δυσκολία με το Έβερεστ. Είναι το υψηλότερο βουνό στη Β. Αμερική. Δεν είναι τα 6.200 μέτρα ύψους που δυσκολεύουν τον ορειβάτη όσο οι τεχνικές δυσκολίες που υπάρχουν. Ο ορειβάτης καλείται να κουβαλήσει τον προσωπικό και τον ομαδικό εξοπλισμό. Εμείς κουβαλούσαμε πάνω από 40 κιλά κι εγώ είμαι μόνο 55 κιλά. Άρα θεωρώ ότι είναι το πρώτο εμπόδιο για τις γυναίκες να μην πηγαίνουν ή να μην τα καταφέρνουν και να τα παρατούν από την αρχή της προσπάθειας».
Τη δική της όμως δύναμη, όπως υπογραμμίζει η Χριστίνα Φλαμπούρα, την αντλούσε από τη βαθιά επιθυμία της. «Παρά τις δυσκολίες που συναντήσαμε δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή να τα παρατήσω. Βέβαια υπήρξαν κάποιες ‘παγίδες’ που έπρεπε να αποφύγουμε. Είχαμε έναν οδηγό που μας βοηθούσε να αποφύγουμε πιθανές χιονοστιβάδες, αλλά και τις ρωγμές, δηλαδή κενά, τρύπες που δημιουργούνται μέσα στον παγετώνα. Μια φορά μάλιστα περικυκλωθήκαμε από ρωγμές, δεν μπορούσαμε να κάνουμε βήμα, ορισμένοι από την ομάδα έπεσαν στο κενό και τραυματίστηκαν αλλά ευτυχώς όχι βαριά. Τότε ήταν η μοναδική στιγμή που νόμισα ότι είναι σαν να συμμετέχω σε ταινία και δεν το ζω πραγματικά».
Όσο για τη …γεύση που της αφήνει η πρωτιά, είναι γλυκόπικρη. Από τη μια πλευρά ικανοποίηση και χαρά κι από την άλλη η απογοήτευση ότι «οι γυναίκες δεν τολμούν, δεν προχωρούν, δεν επιλέγουν να κάνουν ένα βήμα παραπάνω. Είμαστε στο 2017 και τώρα, δυο Ελληνίδες πάτησαν για πρώτη φορά σε αυτό το βουνό. Λόγω της κρίσης κάποιοι σταματούν να τολμούν. Όμως, τα όνειρά μας πρέπει να τα κυνηγάμε».
Το δικό της πάντως όνειρο όπως αποκαλύπτει είναι όχι μόνο να συνεχίσει να ανεβαίνει στα βουνά αλλά «να επισκεφθώ και να σκαρφαλώσω και τις 7 υψηλές κορυφές στον κόσμο. Μέχρι στιγμής έχω ανέβει τις 4 κορυφές. Το Ελμπρούς το υψηλότερο όρος του Καυκάσου και το ψηλότερο σημείο της Ευρώπης, το Κιλιμάντζαρο στην Αφρική, τις Άνδεις στην Αργεντινή και το Ντενάλι στην Β. Αμερική. Και μου απομένουν μόνο τρεις, το Έβερεστ, το Βίνσον, το υψηλότερο όρος στην Ανταρκτική και τέλος το Βίλχελμ στην Παπούα στα βόρεια της Αυστραλίας. Θα χρειαστώ όμως αρκετά χρήματα μέχρι να τα καταφέρω να πάω».
Οι δυο γυναίκες συμμετείχαν σε αποστολή υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας κι Αναρρίχησης (ΕΟΟΑ). Στην αποστολή συμμετείχαν 2 ακόμη Έλληνες, ο Φώτης Γκούντας (μέλος του ΕΟΣ Αχαρνών) και ο Γιώργος Μαρίνος (μέλος του ΕΟΣ Καλαμάτας).