Μία από τις μεγαλύτερες μορφές της Ελληνικής λαογραφίας, η Αικατερίνη Πολυμέρου – Καμηλάκη από το Πήλιο
To Διοικητικό Συμβούλιο του Λυκείου των Ελληνίδων Βόλου, έκοψε την πρωτοχρονιάτικη πίτα του Παρασκευή 20 Ιανουαρίου, παρουσία των μελών του και εκπροσώπων φορέων της περιοχής.
Οπως έχει καθιερωθεί, κάθε χρόνο στην πρώτη αυτή εκδήλωση του έτους, το Λύκειο των Ελληνίδων Βόλου, που φέτος συμπληρώνει 97 χρόνια ζωής (1920-2017), τιμά προσωπικότητες της κοινωνικής και επιστημονικής ζωής του γυναικείου χώρου της Μαγνησίας, που διακρίθηκαν για το έργο τους και συνέβαλαν άμεσα ή έμμεσα στην πρόοδο του τόπου.
Mε αυτό το πνεύμα, στη φετινή γιορταστική εκδήλωση το Λύκειο τίμησε συμβολικά την Τσαγκαραδιώτισσα Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, διδάκτορα Φιλολογίας (ειδ. Λαογραφίας) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
Η απόδοση τιμής στην κ. Καμηλάκη, η οποία έχει στο ενεργητικό της ένα ογκώδες επιστημονικό και ερευνητικό έργο γύρω από τον «υλικό βίο» του ελληνικού λαού, γίνεται σε ένδειξη ελάχιστης τιμής για την προσφορά της στην αναγνώριση και αξιοποίηση της υλικής και άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς της χώρας μας, αξίες που και ο λυκειακός θεσμός υπηρετεί.
Την επιτόπια έρευνα η Αικ. Καμηλάκη συνεχίζει και σήμερα, διακηρύσσοντας με πάθος ότι «Ο λαϊκός πολιτισμός για να γίνει πηγή έμπνευσης πρέπει και πάλι να γίνει γνωστός, και μπορεί ν’ αποτελέσει τομέα αιχμής για την εθνική μας οικονομία».
Αξίζει να σημειώσουμε την τεράστια προσφορά της Αικατερίνης Καμηλάκη στη διεύθυνση του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, το οποίο Κέντρο κατόρθωσε να στηρίξει διατηρώντας το έργο του υπό την θερμή “σκέπη” της Ακαδημίας Αθηνών.
Η γυναίκα, που προσέφερε τη ζωή της στην ελληνική λαογραφία, στήριξε για πολλά χρόνια όλο το ερευνητικό έργο του Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, ανακαλύπτοντας πανέμορφες πτυχές της καθημερινότητας του Ελληνικού τρόπου ζωής. Το πρόβαλε δίνοντας ομιλίες παντού και ακούραστα.
Κατέστησε γνωστά πάμπολλα όμορφα στοιχεία της απλής καθημερινής συνήθειας ή του έκτακτου κοινωνικού γεγονότος των Ελλήνων, στο φαγητό, στον ύπνο, στον έρωτα, στο γάμο, στο εμπορεύεσθαι, στο γλέντι, στην κηδεία, στον αρραβώνα, στην εκκλησία, στη θάλασσα, στο βουνό και στη λίμνη, για εκατοντάδες χρόνια και μέχρι πριν μισό αιώνα.
Η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή είχε ορίσει την Αικ. Καμηλάκη επίσης μέλος του Οργανισμού Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού, με τομέα την λαογραφία και την αξιοποίησή της στην πολιτιστική διπλωματία. Ο ΟΠΕΠ ήταν μονομετοχική Ανώνυμη Εταιρία με μία μόνη μετοχή που ανήκε στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων του Υπουργείου Πολιτισμού και λειτουργούσε με προωθημένα και ενδιαφέροντα πρότζεκτ πολιτισμού υπό την διοίκηση του Δ.Σ. το οποίο αποφάσιζε για όλα. Για παράδειγμα, τα σημερινά πωλητήρια ακριβών αντιγράφων σε κάποια Μουσεία της Ελλάδας και φυσικά σε όλα τα καλά μουσεία του πλανήτη, με πολύ κόπο κατόρθωσε να τα θεσμοθετήσει και λειτουργήσει ο ΟΠΕΠ το 2006 ξεπερνώντας τις ανυπέρβλητες στρεβλώσεις.
Η Καμηλάκη ανήκε στην ομάδα που κατέβαλε προσπάθεια να εκσυγχρονίσει με τομές την προβολή του ελληνικού πολιτισμού. Ο ΟΠΕΠ υπήρξε ένα εξαιρετικό πείραμα με διεθνή στάνταρ και λογική ιδιωτικού τομέα στην παραγωγικότητα, αλλά απέτυχε τελικά κυρίως από την κακοδιαχείριση των πρώτων χρόνων λειτουργίας του, δηλαδή στην πολιτιστική ολυμπιάδα του 2004, που με τα χρέη της κατέστησε αδύνατη τη συνέχιση του έργου του.
Η Αικ. Καμηλάκη όπου και αν βρέθηκε, υπηρέτησε με πάθος και συνέπεια την λαογραφία και την επιστημονική έρευνα. Δίδαξε τον τρόπο της έρευνας σε πολλούς σημερινούς ερευνητές και επιστήμονες.
Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και από αρκετούς άλλους. Κάτω στη φωτό φαίνεται, ενώ βραβεύεται από την ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά.
Τα διοικητικά της προσόντα, η επιστημονική γνώση, η άοκνη εργασία για άπειρες ώρες και η απλότητα και ευθύτητα στην επαφή, της επέτρεψαν να κάνει το Κέντρο Έρευνας να είναι το σημαντικότερο σημείο στην Ελλάδα για την ελληνική λαογραφία.
Να παράξει έρευνα, να την καταστήσει δυνατή, να την οργανώσει και να καταθέσει επιστημονική τεκμηρίωση και να κάνει δημοσιεύσεις.
Να απασχολήσει συχνά τον τύπο και να έχει δημοσιεύματα, να δεχθεί πολλές επισκέψεις αξιωματούχων και να τους ξεναγήσει στο Κέντρο μεταδίδοντάς τους το ενδιαφέρον για τη λαογραφία και τελικά διασφαλίζοντας τη στήριξή τους, που ερχόταν ως φυσιολογικό επακόλουθο. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν ενθουσιασμένος με το Κέντρο.
Μία μεγάλη Πηλιορείτισσα, μία γυναίκα που τίμησε το Πήλιο όσο λίγοι, γιατί απλά ανέδειξε κάθε μικρή του λεπτομέρεια στη σχέση του βουνού και της θάλασσας με τους ανθρώπους τους, τους Πηλιορείτες.
Για την προσωπική της διαδρομή γύρω από τις αξίες της παράδοσης που υπηρετεί επί πολλά χρόνια, η Αικατερίνη Πολυμέρου -Καμηλάκη εξομολογήθηκε στον Ταχυδρόμο της Μαγνησίας:
«Γεννήθηκα στην Τσαγκαράδα του Πηλίου από αγρότες γονείς. Σπούδασα στην Ελλάδα και το εξωτερικό αυτό που επιθυμούσα, και ακολούθησα την ειδίκευση που θεωρούσα σημαντική, κι όχι με κριτήριο την επαγγελματική μου αποκατάσταση, κάτι που μάλλον θα δικαιολογούσε η αγροτική μου καταγωγή. Έκανα οικογένεια με τον ερευνητή Παναγιώτη Καμηλάκη και έχω δύο παιδιά, τη Μαρία, διδάκτορα Γλωσσολογίας και τον Γιάννη, που ασχολείται με το marketing, και δύο εγγόνια που γεμίζουν την ζωή μου.
Ως διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική την εξασφάλιση στέγης για το κέντρο και τη δημιουργία σύγχρονης υλικοτεχνικής υποδομής, που διεύρυνε τους τομείς δραστηριοτήτων του με τη δημιουργία θεματικών μουσείων, εκθέσεων, την πραγματοποίηση συνεδρίων, εκδόσεων κ.λπ.
Αν κάτι κατάφερα στην καριέρα μου είναι το γεγονός ότι η Aκαδημία Αθηνών μου προσέφερε τον ιδανικό χώρο για να εργασθώ με χαρά, πάθος και υψηλό φρόνημα. Υπηρέτησα την πατρίδα μου Θεσσαλία ως μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ως πρόεδρος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών της Αθήνας, ως μέλος της Επιστημονικής Εταιρείας Φερών Βελεστίνου Ρήγα, με μελέτες και έρευνες μέχρι σήμερα.
Αυτό που θα ήθελα είναι να βοηθήσω με την αποκτηθείσα εμπειρία μου στην αναγνώριση και αξιοποίηση της υλικής και άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς της χώρας μας, καθιστώντας τη μοχλό ανάπτυξης με βασικούς πυλώνες το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, την παραδοσιακή διατροφή και την ελληνική χειροτεχνική παραγωγή.
Είναι κάτι που με απασχόλησε έντονα ως διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας και με απασχολεί ως μέλος της Εθνικής Επιτροπής για την Άυλη Πολιτισμική Κληρονομιά του ΥΠΠΟ και ως διδάσκουσα στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης.
Πιστεύω στις συνεργασίες, στη συλλογική προσπάθεια και στις ανθρώπινες σχέσεις. Έκανα αυτό που πάντοτε θεωρούσα χρέος μου στην πατρίδα μου, στην οικογένειά μου στον εαυτό μου. Και βέβαια εξακολουθώ να αγωνίζομαι για όσα εξ αρχής έθεσα ως σκοπό της ζωής μου».