Κυριακή απόγευμα στους Αγίους Αποστόλους στον Κάλαμο. Οι φλόγες από την καταστροφική πυρκαγιά πλησιάζουν απειλητικά προς το σπίτι της 24χρονης πρωταθλήτριας στίβου Ελπίδας Τόκα. Μέσα στο σπίτι βρίσκονται οι γονείς της. Ο πατέρας της Λάμπρος συνταξιούχος δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ριζοσπάστης» και η μητέρα και προπονήτριά της Γιάνα Σοουκούποβα που κατάγεται από την Τσεχία.
Μόλις ο πατέρας της Ελπίδας αντιλαμβάνεται πως η καταστροφή είναι αναπόφευκτη ζητά από την σύζυγό του που έχει αναπνευστικά προβλήματα να απομακρυνθεί. Πριν φύγει της δίνει τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή του που περιέχει τα αποτελέσματα σκληρής δουλειάς και έρευνας χρόνων ενώ μαζί καλούν στο κινητό την κόρη τους: “Ελπίδα το σπίτι μας μάλλον θα καεί. Τί θέλεις να σώσουμε από τα πράγματά σου ;” την ρωτάνε. ” Την αθλητική μου τσάντα” απαντά εκείνη δίχως δεύτερη σκέψη. Μία μικρή τσάντα που είχε μόνο ένα ζευγάρι παπούτσια.
Παπούτσια σαν αυτά που φορά όταν η ατσάλινη θέλησή της βάζει στα πόδια της φτερά και κατακτά το ένα μετάλλιο μετά το άλλο.
Η μητέρα της πήρε την τσάντα και τον σκληρό δίσκο κι έφυγε. Ο πατέρας έμεινε να βοηθήσει τους γείτονες που έβλεπαν την περιουσία τους να κινδυνεύει. Οταν κατάφερε να πλησιάσει ξανά στο σπίτι της οικογένειας αυτό είχε καεί . Έπιπλα, ρούχα, παπούτσια, βιβλία και πίνακες ζωγραφικής είχαν γίνει στάχτη. Η μανία της φωτιάς είχε λιώσει και όλα τα μετάλλια της Ελπίδας. Όταν η νεαρή πρωταθλήτρια που είναι και απόφοιτος του τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου της Πάτρας έφτασε το σπίτι της αγκάλιασε τους γονείς της ευγνωμονώντας τον Θεό που ήταν ζωντανοί.
Από όλα τα πράγματα του σπιτιού είχε σωθεί μόνο μία μικρή σακουλίτσα που είχε ένα δώρο για ένα μωρό που γεννήθηκε λίγες μέρες πριν στο διπλανό σπίτι. Η μητέρα της Ελπίδας χαμογελώντας τους ενημερώνει πως πάει να δώσει το δώρο μαζί με τις ευχές της.
Μέσα στο καμένο ψυγείο έχει μείνει μόνο ένα καρπούζι το οποίο με επιμονή κόβουν και προσφέρουν σε όποιον περνά από το σπίτι τους για να δει το μέγεθος της καταστροφής.
Το τηλέφωνο του πατέρα της Ελπίδας δεν σταματά να χτυπά. Στην άλλη άκρη της γραμμής είναι φίλοι και συγγενείς που θέλουν να του πουν πως μπορεί να μείνει στο σπίτι τους και πως είναι εκεί για να τον βοηθήσουν. Η Ελπίδα αγκαλιάζει τους γονείς της. “Μπορεί τα πράγματά μας να κάηκαν αλλά η πραγματική μας περιουσία είναι οι άνθρωποι που είναι δίπλα μας” τους λέει.
“Όλα θα τα ξαναφτιάξουμε. Την Πέμπτη ταξιδεύω για την μακρινή Ταϊβάν για να πάρω μέρος στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου. Δεν έχω καν ένα κολλάν για να πάρω μέρος στους αγώνες. Αλλά θα πάω. Και μπορεί να κάηκαν όλα τα μετάλλιά μου αλλά θα πάω και θα γυρίσω με το χρυσό”. Τα μάτια όλων βουρκώνουν. Αλλά δεν είναι δάκρυα στενοχώριας για το κακό που τους βρήκε. Είναι δάκρυα χαράς για την δύναμη ψυχής που έχει η Ελπίδα να χαμογελά και να ελπίζει. Με έναν μαγικό τρόπο ο πόνος περνάει και όλοι επιστρατεύουν τις δυνάμεις τους για ένα καλύτερο αύριο στον παράδεισο που κάηκε αλλά θα ξαναγεννηθεί.