632.000 δολάρια για έναν τόνο που κατέληξε να γίνει… σούσι. Ο Κιγιόσι Καμούρα ήταν ο νικητής δημοπρασίας που διοργανώθηκε στην Ιαπωνία.
632.000 δολάρια για έναν τόνο που κατέληξε να γίνει… σούσι.
Ο Κιγιόσι Καμούρα ήταν ο νικητής δημοπρασίας που διοργανώθηκε στην Ιαπωνία προς …τιμήν ενός τεράστιου γαλαζόπτερου τόνου. Ο κύριος Καμούρα είναι ο ιδιοκτήτης μίας από τις μεγαλύτερες αλυσίδες σούσι στη χώρα και είναι ο συνήθης ύποπτος σε τέτοιου είδους δημοπρασίες, οι οποίες διοργανώνονται πολύ συχνά στην αγορά Τσουκιλί του Τόκιο.
Η τιμή πώλησης του γαλαζόπτερου τόνου που ζύγιζε 212 κιλά άγγιξε τα 632.000 δολάρια (74,2 εκατομμύρια γεν) και αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη προσφορά που έχει γίνει ποτέ σε δημοπρασία τέτοιου είδους.
Ο γαλαζόπτερος τόνος, που θα καταλήξει στα πιάτα των θαμώνων των εστιατορίων του κυρίου Καμούρα ως σούσι, πιάστηκε στα ανοικτά της βόρειας Ιαπωνίας.
Το σούσι είναι ιαπωνικό παραδοσιακό φαγητό το οποίο έχει ως βάση το ξυδάτο ρύζι (σάρι), το οποίο συνδυάζεται με άλλα υλικά που αποκαλούνται Νέτα. Συνήθως αυτά τα άλλα υλικά είναι θαλασσινά και ψάρια. Το κρέας χωρίς το ρύζι λέγεται σασίμι (sashimi). Το σασίμι είναι κυρίως από κρέας τόνου και σολομού. Το σούσι σερβίρεται σχεδόν πάντα με σάλτσα σόγιας, γουασάμπι και τζίντζερ.
Ο πρωτότυπος τύπος σούσι, γνωστός και ως Νάρε σούσι αναπτύχθηκε πρώτα στην Νοτιοανατολική Ασία, περίπου τον 7ο αιώνα μ.Χ. και διαδώθηκε μέχρι την Ιαπωνία.[1] Το όνομα προέρχεται από ένα αρχαϊκό γραμματικό τύπου που σήμερα χρησιμοποιείται μόνο για να περιγράψει το φαγητό. Σούσι κυριολεκτικά σημαίνει «με ξινή γεύση», αντικατοπτρίζοντας τις απαρχές του στα ζυμωμένα θαλασσινά. Το παραδοσιακό Ναρεζούσι παρασκευάζεται με μια αρκετά παρόμοια τεχνική στην οποία το ψάρι τοποθετείται μέσα σε ξινισμένο ρύζι για να ζυμωθεί. Οι πρωτεΐνες των ψαριών διαλύονται εξαιτίας της ζύμωσης σε αμινοξέα. Η γεύση τους γίνεται ξινή και ουμάμι.[2] Μια παραλλαγή αυτής της μεθόδου εμφανίστηκε τον 15ο και 16ο αιώνα που περιλάμβανε το πάστωμα του ψαριού χωρίς ρύζι. Αυτές οι δύο τεχνικές αποτελούν τη βάση του σημερινού.
Δείτε πληροφορίες για το ψάρι τόνος στο Wikipedia.org
Το σημερινό σούσι έχει μικρή ομοιότητα με το ζυμωμένο θαλασσινό. Το ρύζι απομακρυνόταν από το φαγητό και μόνο το ψάρι καταναλωνόταν.[3] Τη περίοδο Μουρομάτσι (1336-1573) στη συνταγή άρχισε να προστίθεται ξύδι ώστε να έχει καλύτερη γεύση και να συντηρείται για περισσότερο. Χρησιμοποιήθηκε επίσης για να μειώσει τη μακρόχρονη διαδικασία της ζύμωσης και τελικά να εγκαταληφθεί, προσθέτοντας μια ευχάριστη γεύση ξινού. Αυτή η συνταγή έφτασε στο Έντο (σημερινό Τόκυο) περίπου τον 18ο αιώνα. Και ενώ η τεχνική της ζύμωσης είχε εγκαταληφθεί, το πάστωμα συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι το 19ο αιώνα.
Η σημερινή μορφή της συνταγής γνωστή ως σούσι δημιουργήθηκε από τον Χανάγια Χοκέι (1799–1858) περίπου το 1820, στο τέλος της εποχής Έντο. Το σούσι που εφηύρε ο Χανάγια αποτελούταν από ωμά θαλασσινά (σασίμι) και ξυδάτο ρύζι και ήταν μια πρώτη μορφή γρήγορου φαγητού γιατί μπορούσε να παρασκευαστεί γρήγορα και να καταναλωθεί με τα χέρια. Πωλούνταν αρχικά σε πάγκους, οι οποίοι σταδιακά έγιναν και μπαρ. Αυτή η μορφή αρχικά ονομάστηκε Εντομάε ζούσι, γιατί το ψάρι είχε αλιευτεί στο κόλπο του Έντο (Τόκυο). Το όνομα χρησιμοποιείται σήμερα για αυτή τη μορφή ακόμη και αν το ψάρι δεν έχει αλιευθεί στο κόλπο του Τόκυο.
Δείτε τα είδη σούσι στο Wikipedia.org