Περιστέρη: Στην τύχη της η Αμφίπολη -Οι Καρυάτιδες χάνουν τα χρώματά τους
Εισήγηση για το εύρημα της Αμφίπολης, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της 30ης επετειακής επιστημονικής συνάντησης για το αρχαιολογικό έργο της δεκαετία στη Μακεδονία και τη Θράκη.
«Από το 2016 το μνημείο της Αμφίπολης αφέθηκε στην τύχη του.
Η υγρασία έχει προχωρήσει πολύ. Οι Καρυάτιδες άρχισαν να χάνουν τα εξαιρετικά χρώματα τους- το κυανό μετά βίας φαίνεται.
Είναι καθήκον της πολιτείας να προστατεύσει το μνημείο αυτό από τη φθορά του χρόνου.
Κουράγιο μας δίνει μόνο η εξασφάλιση των κονδυλίων των ΕΣΠΑ χάρη στον περιφερειάρχη Κ. Μακεδονίας και με τη συνεργασία βεβαίως του υπουργείου Πολιτισμού – ώστε να προχωρήσουν σύντομα οι εργασίες καθαρισμού, συντήρησης και αποκατάστασης».
Με την παραπάνω αποστροφή ολοκλήρωσε την πολυαναμενόμενη εισήγηση της στο επετειακό 30ο επετειακό αρχαιολογικό συνέδριο της Θεσσαλονίκης η αρχαιολόγος Αικατερίνη Περιστέρη, για να λάβει πάραυτα την απάντηση από τον συνεργάτη της -ομιλητή της κοινής τους εισήγησης- τον αρχιτέκτονα Μιχάλη Λεφαντζή, σύμφωνα με τον οποίο «το μικρότερο πρόβλημα που έχει το μνημείο, είναι αυτό της υγρασίας.
Το επόμενο διάστημα αρχίζουν οι εργασίες συντήρησης και περαιτέρω συζητήσεις για το θέμα είναι άστοχες- αν όχι άσχετες»…
Η πορεία των ανασκαφών
Η κ. Περιστέρη, στην εισήγηση της με θέμα «Ανασκαφική έρευνα τύμβου Καστά Αμφίπολης (2010-2015): από την αρχαϊκή νεκρόπολη στον μνημειακό μακεδονικό τάφο με τον πλούσιο γλυπτό διάκοσμο», παρουσίασε την ιστορία των ανασκαφών στην περιοχή ξεκινώντας απ΄ τον αρχαιολόγο Γ. Λαζαρίδη στη δεκαετία του 50, συνέχισε με τις δοκιμαστικές εξωτερικές και εσωτερικές τομές στον τύμβο Καστά στην περιοχή της νεκρόπολης το 2004-2012, τα πρώτα εντυπωσιακά ευρήματα των πλούσια κτερισμένων τάφων, τον εντοπισμό των ορίων του τύμβου, και -το καλοκαίρι του 2014- του μεγαλειώδους σύνθετου τάφου με λατρευτική χρήση, για τον οποίο επανέλαβε τη χρονολόγηση στο τελευταίο τέταρτο του 4ου π.Χ αιώνα.
Συμπλήρωσε ότι ο τάφος σφραγίστηκε στο τέλος του 2ου π.Χ αιώνα από τους τελευταίους Μακεδόνες προκειμένου να προστατευθεί απ΄ τις επερχόμενες βαρβαρικές επιδρομές, κι αυτές των Ρωμαίων που ακολούθησαν.
Επανέλαβε δε, παρουσιάζοντας τα ήδη γνωστά παγκοσμίως ευρήματα, τις θεματικές και τεχνοτροπικές ομοιότητες τους με άλλα των ιδίων περιόδων (Σφίγγες, μ΄αυτή των Δελφών – βοτσαλωτό δάπεδο, μ΄ αυτό της Πέλλας και της Βεργίνας κ.ά).
Ακολούθησαν οι εισηγήσεις του αρχιτέκτονα κ. Λεφαντζή, και των γεωλόγων Ε. Καμπούρογλου και Γ. Τσόκα για τις έρευνες 1964-2016 και τη γεωφυσική διασκόπηση αρχαιολογικών χώρων στη Μακεδονία και τη Θράκη στη δεκαετία 2007-2016 , κι ενώ η βασική αρχαιολόγος/ανασκαφέας είχε ήδη αποχωρήσει μη δίνοντας τη δυνατότητα στους …καθ΄ ύλην αρμόδιους συναδέλφους της αρχαιολόγους/συνέδρους για διευκρινιστικές ερωτήσεις, τις απαντήσεις ανέλαβε να δώσει ο κ. Λεφαντζής.
Οι τόνοι ανέβηκαν και το “ύφος” της συζήτησης άλλαξε, οι ερωταπαντήσεις αφορούσαν σε αρχιτεκτονικά, γεωλογικά και στατικά δεδομένα, η συζήτηση που ακολούθησε πήρε άλλη τροπή (με παρεμβάσεις κατοίκων, ενδιαφερομένων κ.ά. που έκαναν εκκλήσεις στους αρχαιολόγους του συνεδρίου να … ολοκληρωθεί το έργο για την αναβάθμιση της περιοχής και της Μακεδονίας κ.ά.) με αποτέλεσμα ο πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ Π. Νίγδελης να προτείνει τη μελλοντική διοργάνωση συνεδρίου αποκλειστικά για το θέμα της Αμφίπολης με τη συμμετοχή επιστημόνων όλων των εμπλεκομένων ειδικοτήτων.
Η 30η/επετειακή επιστημονική συνάντηση για το αρχαιολογικό έργο της δεκαετίας στη Μακεδονία και τη Θράκη ολοκληρώνεται σήμερα (Σάββατο 11 Μαρτίου) στην αίθουσα τελετών του παλιού κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.
Η επετειακή/συνθετική μορφή του συνεδρίου που περιλάμβανε κατά κύριο λόγο ανακοινώσεις/συνθετικές εργασίες με μελέτη των δεδομένων των ανασκαφών ή συνολικού αρχαιολογικού έργου της προηγούμενης δεκαετίας (2007-2016) σε συνδυασμό με τη διακοπή -λόγω των περιορισμένων χρηματοδοτήσεων- των πανεπιστημιακών κυρίως ανασκαφών, μείωσε αισθητά τις εντυπωσιακές ανακοινώσεις νέων ευρημάτων, ενώ αύξησε τον προβληματισμό των συνέδρων όσον αφορά στον τρόπο της επικοινωνίας και “χρήσης” της αρχαιολογίας.